Ο Βασικός Έλεγχος Ούρων για Βαρέα Μέταλλα και Ιχνοστοιχείων της Διαγνωστικής Αθηνών αποτελεί μια ολοκληρωμένη και περιεκτική ανάλυση των τοξικών και δυνητικά τοξικών βαρέων μετάλλων που αποβάλλονται στο ούρα.
Η οξεία δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα είναι σπάνια. Πιο συχνή είναι η χρόνια έκθεση σε τοξικά βαρέα μέταλλα που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξησή τους στο σώμα, γεγονός που έχει συνδεθεί με ένα ευρύ φάσμα αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία και την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων.
Ο Έλεγχος των Ούρων για Βαρέα Μέταλλα είναι χρήσιμος στην αναζήτηση των αιτίων για παθολογικές καταστάσεις όπως:
- Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης
- Μείωση οστικής πυκνότητας (οστεοπόρωση / οστεοπενία)
- Καρδιαγγειακά νοσήματα και υπέρταση
- Διαταραχές στη λειτουργία των νεφρών
- Κατάθλιψη, νευροεκφυλιστικά νοσήματα (Parkinson, Alzheimer)
- Αλωπεκία, δερματίτιδες και άλλα δερματολογικά νοσήματα
- Συμπτώματα από το γαστρεντερικό
- Διαταραχές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού
- Χρόνια φλεγμονή
- Σακχαρώδης διαβήτης και παθολογική ανοχή στη γλυκόζη
- Διατροφικές ελλείψεις
Ακόμη, ο έλεγχος των ούρων για βαρέα μέταλλα χρησιμοποιείται στον:
- Έλεγχο για πιθανή έκθεση σε τοξικές ουσίες (επαγγελματική ή περιβαλλοντική)
- Έλεγχο και αξιολόγηση της θεραπείας απομάκρυνσης των βαρέων μετάλλων (π.χ. με χηλικούς παράγοντες)
Οι δυσμενείς επιπτώσεις που έχουν για την υγεία τα βαρέα μέταλλα, εξαρτώνται από τις πραγματικές τους συγκεντρώσεις στα όργανα «στόχους». Σε κάθε άτομο και κάθε όργανο ή ιστό, η τοξικότητα εμφανίζεται όταν η συγκέντρωση υπερβαίνει τη φυσιολογική ανοχή. Για την αξιολόγηση του συνολικού μεγέθους των βαρέων μετάλλων στον οργανισμό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η σύγκριση των επιπέδων των μετάλλων στα ούρα πριν και μετά τη χορήγηση κάποιου φαρμακευτικού παράγοντα απομάκρυνσης των μετάλλων (χηλικός παράγοντας) όπως το EDTA, το DMSA και το DMPS. Οι διαφορετικοί παράγοντες έχουν διαφορετικές συγγένειες για συγκεκριμένα μέταλλα, αλλά όλοι λειτουργούν μέσω της κινητοποίησης των «κρυμμένων» μετάλλων από τους ιστούς και την απέκκριση τους στα ούρα.
Ο προσδιορισμός των στοιχείων γίνεται με την μέθοδο ICP-MS (Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry, Φασματομετρία Μάζας σε Επαγωγικά Συζευγμένο Πλάσμα Αργού), μιας μεθόδου που παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανίχνευσης πολλών μετάλλων. Η ευαισθησία και η ακρίβεια της είναι σημαντικά καλύτερη σε σύγκριση με τη συμβατική μέθοδο της ατομικής απορρόφησης, έχοντας την ικανότητα να μετράει μέταλλα σε συγκεντρώσεις μέχρι 1 στα 1015 (1 στα 1 τετράκις εκατομμύρια, ppq)!