Η νόσος Behcet ή η νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet (ABD) είναι μια πολυσυστηματική αγγειοπάθεια/αγγειίτιδα με τα κλασικά κλινικά σημεία υποτροπιάζοντων στοματικών ελκών, ελκών των γεννητικών οργάνων και ραγοειδίτιδας. Τα κλασικά σημεία συνοδεύονται συχνά από δερματικές, αρθρικές, εντερικές και νευρολογικές προσβολές. Η ασθένεια εντοπίζεται σε όλο τον κόσμο, αν και κυρίως σε άτομα μεσογειακής και ανατολικής ασιατικής καταγωγής κατά μήκος του «Δρόμου του Μεταξιού». H νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet έχει συχνότητα εμφάνισης 0.12–420 ανά 100.000 κατοίκους, με τους υψηλότερους αριθμούς στην Τουρκία και τους χαμηλότερους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η αιτιολογία της νόσου παραμένει άγνωστη.
Γενετικοί παράγοντες, λοιμώξεις, περιβαλλοντική ρύπανση, ανοσολογικοί μηχανισμοί και παράγοντες που σχετίζονται με το ενδοθήλιο των αγγείων και του μηχανισμού πήξης έχουν ενοχοποιηθεί ως πιθανές αιτίες της νόσου Behcet.
Αρκετές αποδείξεις υποδηλώνουν ότι οι γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου Behcet. Συγκεκριμένα, είναι από καιρό γνωστό ότι η νόσος Behcet σχετίζεται με το αλληλόμορφο του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας HLA B5 και, πιο συγκεκριμένα, με το HLA B*51.
Το HLA B*51 είναι ο πιο ισχυρά συνδεδεμένος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου Behcet, ο οποίος έχει επιβεβαιωθεί σε πολλούς πληθυσμούς.