Η μέτρηση του ενδοκυττάριου ψευδαργύρου χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των πραγματικών επιπέδων του μετάλλου εντός των κυττάρων και πραγματοποιείται με τη μέτρηση της συγκέντρωσης του ψευδαργύρου εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Περισσότερες Πληροφορίες
Ο ψευδάργυρος (Zn) είναι ένα βασικό μέταλλο και βρίσκεται ενσωματωμένος σε πολλές μεταλλοπρωτεΐνες στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο ψευδάργυρος παίζει σημαντικούς ρόλους στον μεταβολισμό των νουκλεϊνικών οξέων, στην αναπαραγωγή των κυττάρων και στην επιδιόρθωση και ανάπτυξη των ιστών.
Η ανεπάρκεια του ψευδαργύρου σχετίζεται με μια σειρά παθολογικών καταστάσεων, όπως η μειωμένη λειτουργικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος και η εξασθενημένη ανοσία, η επιβράδυνση της ανάπτυξης, οι διαταραχές της ανάπτυξης του εγκεφάλου και η καθυστερημένη επούλωση των πληγών. Επιπλέον, πολλές αναφορές δείχνουν ότι ο ψευδάργυρος εμπλέκεται με διάφορους μηχανισμούς στην ανάπτυξη του καρκίνου και ότι μπορεί να επηρεάσει άμεσα τα καρκινικά κύτταρα ρυθμίζοντας τα προφίλ της γονιδιακής τους έκφρασης και της βιωσιμότητας των κυττάρων. Από την άλλη, ο ψευδάργυρος μπορεί να επηρεάσει και έμμεσα τα καρκινικά κύτταρα επηρεάζοντας τις διεργασίες στο μικροπεριβάλλον τους, όπως για παράδειγμα ρυθμίζοντας τις ανοσολογικές αποκρίσεις.
Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλης διαιτητικής πρόσληψης ή στην περίσσεια άλλων μετάλλων όπως ο χαλκός ή ο σίδηρος, που εμποδίζουν την ικανότητα του σώματος να απορροφά σωστά τον ψευδάργυρο. Οι καταστάσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην ανεπάρκεια του ψευδαργύρου περιλαμβάνουν τη νόσο του Crohn και άλλα νοσήματα που εμποδίζουν την απορρόφηση των μετάλλων, τη διατροφή φτωχή σε κρέας και θαλασσινά, το χρόνιο στρες, την αναιμία, τον αλκοολισμό και την εγκυμοσύνη. Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας ψευδαργύρου μπορεί να περιλαμβάνουν υποτροπιάζουσες λοιμώξεις, πληγές που αργούν να κλείσουν, διάρροιες, τριχόπτωση, επαναλαμβανόμενα δερματικά εξανθήματα ή ακμή και εξασθενημένη αίσθηση γεύσης ή οσμής.
Η τοξικότητα του ψευδαργύρου λόγω της διατροφής είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη. Η τοξικότητα συνήθως οφείλεται στη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής χωρίς τον απαραίτητο έλεγχο, σε βιομηχανική έκθεση ή στην έκθεση σε προϊόντα οικιακής χρήσης που περιέχουν ψευδάργυρο, όπως χρώματα, βερνίκια και προϊόντα καθαρισμού. Η τοξικότητα του ψευδαργύρου μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο, κράμπες στο στομάχι, αναιμία και μείωση των επιπέδων της καλής χοληστερόλης.
Η μέτρηση του ενδοκυττάριου ψευδαργύρου μπορεί να ανιχνεύσει την ανεπάρκεια του μετάλλου νωρίτερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια από την τυπική εξέταση του ψευδαργύρου στον ορό του αίματος.
Μέτρηση Ενδοκυττάριων Ιχνοστοιχείων
Η μέτρηση των ενδοκυττάριων μετάλλων και ιχνοστοιχείων μέσω της μέτρησής τους εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC), είναι μια εξαιρετική μέθοδος για την εκτίμηση της ανεπάρκειας ή της περίσσειας των στοιχείων με σημαντικές λειτουργίες εντός των κυττάρων ή εντός των κυτταρικών μεμβρανών. Η μέτρηση των ενδοκυττάριων μετάλλων και ιχνοστοιχείων χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της κατάστασης των βασικών στοιχείων με σημαντικές ενδοκυττάριες λειτουργίες όπως το κάλιο, το μαγνήσιο, ο χαλκός, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος.