Η καλπροτεκτίνη κοπράνων αποτελεί έναν αξιόπιστο δείκτη για τη διαφοροποίηση του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου (σπαστική κολίτιδα, IBS) από τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (νόσος Crohn και ελκώδης κολίτιδα, IBD). Η διαφοροποίηση των δυο καταστάσεων είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι πολύ συχνά προκαλούν παρόμοια συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος και κράμπες, διάρροιες και φουσκώματα, καθιστώντας τη διάγνωση με κλινικά κριτήρια μόνο, πολύ δύσκολη.
Τόσο το IBS όσο και το IBD πιστεύεται ότι προκαλούνται από την εντερική δυσβίωση, από λοιμώξεις, από τοξικές ουσίες (φάρμακα, τρόφιμα, αλλεργιογόνα) και από το στρες, με τη γενετική προδιάθεση να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στο IBD. Επειδή οι βλάβες των ιστών στους ασθενείς με φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου δημιουργούν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο παχύ έντερο, η ακριβής ανίχνευση και διάγνωση των νοσημάτων αυτών είναι κρίσιμη.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της μέτρησης της Καλπροτεκτίνης;
Παρόλο που η κολονοσκόπηση αποτελεί την εξέταση αναφοράς για την αξιολόγηση των φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου και την πορεία της επούλωσης του βλεννογόνου, παραμένει μια επεμβατική διαδικασία που ενέχει κινδύνους και επιπλοκές ορισμένες φορές ενώ προκαλεί δυσφορία (στους περισσότερους ασθενείς), είναι χρονοβόρα και σχετικά υψηλού κόστους. Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα αποτελεί μια εύκολη, αξιόπιστη, μη επεμβατική μέθοδο ανίχνευσης της φλεγμονής του βλεννογόνου του γαστρεντερικού σωλήνα και μπορεί να μειώσει την ανάγκη για διενέργεια κολονοσκοπήσεων, ενώ έχει και χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τις κολονοσκοπήσεις.
Η μέτρηση της Καλπροτεκτίνης στα κόπρανα:
- Διαχωρίζει τις οργανικές βλάβες του εντέρου από τις λειτουργικές
- Προσδιορίζει τη σοβαρότητα της φλεγμονής του βλεννογόνου του εντέρου
- Μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση της δραστηριότητας της φλεγμονής στους ασθενείς με IBD και να προβλέψει τις κλινικές υποτροπές
- Εκτιμάει την ανταπόκριση στη θεραπεία
- Προβλέπει την μετεγχειρητική υποτροπή ασθενών με IBD
Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που καθοδηγούνται από τη μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα, μπορεί να μειώσουν τη χρήση επεμβατικών κολονοσκοπήσεων και τη χρησιμοποίηση αποτελεσματικότερων θεραπευτικών σχημάτων σε ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Περισσότερες πληροφορίες
Η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που δεσμεύει το ασβέστιο και εκκρίνεται κυρίως από ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα. Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα αποτελεί έναν δείκτη νεοπλασματικών και φλεγμονωδών νοσημάτων του γαστρεντερικού.
Συχνά είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου και των χρονίων φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου. Αυτό οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε εκτεταμένες και επεμβατικές εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση. Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης επιτρέπει τη σαφή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ομάδων ασθενών. Υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων καλπροτεκτίνης στα κόπρανα με τα ιστολογικά και ενδοσκοπικά ευρήματα της δραστηριότητας της νόσου Crohn και της ελκώδους κολίτιδας, καθώς και με την απέκκριση στα κόπρανα των σημασμένων με ίνδιο-111 ουδετερόφιλων κοκκιοκυττάρων, μια εξέταση που έχει προταθεί ως μέθοδος αναφοράς για την εκτίμηση της δραστηριότητας των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου. Ωστόσο, η μέτρηση των σημασμένων με ίνδιο-111 ουδετερόφιλων είναι πολύ δαπανηρή (νοσηλεία του ασθενούς, ανάλυση και απομάκρυνση του ραδιενεργού υλικού) και επίσης εκθέτει τους ασθενείς σε ακτινοβολία. Για το λόγο αυτό, δεν συνιστάται η εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου σε παιδιά και έγκυες γυναίκες.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα από τη μέτρηση της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι ότι τα αυξημένα επίπεδα της καλπροτεκτίνης έχουν πολύ καλύτερη προγνωστική αξία όσον αφορά την υποτροπή των φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου από ότι οι τυπικοί δείκτες της φλεγμονής (CRP, ΤΚΕ).
Συγκρινόμενη η καλπροτεκτίνη με την ανίχνευση αίματος στα κόπρανα (αιμοσφαιρίνη κοπράνων) για τον έλεγχο του καρκίνου του παχέος εντέρου, καταδεικνύεται σαφώς τη διαγνωστική υπεροχή της μέτρησης της καλπροτεκτίνης στα κόπρανα. Η παράμετρος έχει υψηλή διαγνωστική αξία: αν τα επίπεδα καλπροτεκτίνης στα κόπρανα είναι χαμηλά, η πιθανότητα να μην υπάρχει καμία οργανική εντερική νόσος, είναι υψηλή.
Πολύ πρόσφατα, χρησιμοποιείται από τη Διαγνωστική Αθηνών ένας νεώτερος βιοδείκτης, η πυροσταφυλική κινάση Μ2 (M2-PK) για την ανίχνευση νεοπλασιών στο παχύ έντερο (καρκίνος και πολύποδες).