Η καλπροτεκτίνη είναι μία πρωτεΐνη με κυτταρο-προστατευτική δράση που εκφράζεται κυρίως από ουδετερόφιλα, μονοκύτταρα και ενεργοποιημένα μακροφάγα. Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στον ορό αποτελεί έναν ανερχόμενο βιοδείκτη συστηματικής φλεγμονής, ο οποίος αντικατοπτρίζει την ενεργοποίηση του έμφυτου (innate) ανοσοποιητικού συστήματος. Σε αντίθεση με την καλπροτεκτίνη κοπράνων, που αντανακλά τοπική φλεγμονή στον εντερικό βλεννογόνο, η μέτρηση στον ορό παρέχει πληροφορίες για γενικευμένη φλεγμονώδη δραστηριότητα σε όλο τον οργανισμό.
Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στον ορό χρησιμοποιείται πλέον σε πληθώρα ασθενειών, κυρίως σε ρευματολογικά, αυτοάνοσα, φλεγμονώδη και λοιμώδη νοσήματα, αλλά και ως βοηθητικός δείκτης πρόγνωσης σε νεοπλασίες ή κρίσιμες καταστάσεις, όπως η σηψαιμία και η λοίμωξη με COVID-19. Αποτελεί έναν μη ειδικό αλλά ευαίσθητο βιοδείκτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερους εργαστηριακούς ελέγχους φλεγμονής και να ενισχύσει την κλινική αξιολόγηση, ιδιαίτερα όταν οι κλασικοί δείκτες (CRP, ΤΚΕ) δεν επαρκούν.
Παθοφυσιολογική Ερμηνεία
Η καλπροτεκτίνη δεν είναι μία μεμονωμένη πρωτεΐνη, αλλά ένα σύμπλοκο δύο πρωτεϊνών, συγκεκριμένα των S100A8 (γνωστή και ως MRP8) και S100A9 (γνωστή και ως MRP14). Μαζί σχηματίζουν το ετεροδιμερές S100A8/A9, γνωστό και με την κοινή ονομασία καλπροτεκτίνη. Η οικογένεια S100 είναι μια ομάδα μικρών πρωτεϊνών που δεσμεύουν ιόντα ασβεστίου (Ca²⁺) και παίζουν ρόλο στην κυτταρική ρύθμιση, φλεγμονή και ανοσολογική απόκριση. Οι πρωτεΐνες της οικογένειας αυτής βρίσκονται κυρίως ενδοκυττάρια, αλλά απελευθερώνονται όταν ενεργοποιούνται τα ουδετερόφιλα ή μακροφάγα, π.χ. σε φλεγμονή. Έτσι, όταν υπάρχει φλεγμονή, το σύμπλοκο S100A8/A9 (δηλαδή η καλπροτεκτίνη) απελευθερώνεται στο εξωκυττάριο περιβάλλον. Εκεί λειτουργεί ως σήμα κινδύνου ("alarmin"), ενεργοποιώντας περαιτέρω το ανοσοποιητικό, καθώς δρα τόσο ως χημειοτακτικός παράγοντας όσο και ως ενισχυτής φλεγμονής, μέσω σύνδεσης με τους αντίστοιχους υποδοχείς.
Στον ορό, η παρουσία καλπροτεκτίνης αντανακλά συστηματική ενεργοποίηση του έμφυτου ανοσοποιητικού συστήματος, συνήθως λόγω παρουσίας ενεργών ουδετερόφιλων ή μονοκυττάρων στην κυκλοφορία. Τα επίπεδα αυξάνονται σημαντικά σε φλεγμονώδεις, αυτοάνοσες και λοιμώδεις καταστάσεις, ενώ μπορούν να σχετιστούν και με οξειδωτικό στρες ή νεοπλασματική δραστηριότητα, μέσω της προαγωγής αγγειογένεσης και μεταστατικής ικανότητας. Η καλπροτεκτίνη παρουσιάζει επίσης ισχυρή συσχέτιση με την ένταση της φλεγμονώδους διεργασίας, ενώ παραμένει σχετικά ανεπηρέαστη από τη χρήση ανοσοκατασταλτικών ή αντιφλεγμονωδών παραγόντων, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρακολούθηση υποκλινικής ή υπολειπόμενης φλεγμονής. Ωστόσο, δεν είναι ειδική για συγκεκριμένη πάθηση και η ερμηνεία της πρέπει να εντάσσεται στο συνολικό κλινικό και εργαστηριακό πλαίσιο.
Κλινική Σημασία
Η μέτρηση της καλπροτεκτίνης στον ορό αξιολογείται ολοένα και περισσότερο ως ευαίσθητος δείκτης συστηματικής φλεγμονής σε πλήθος καταστάσεων. Η παρουσία της αντανακλά ενεργοποίηση του έμφυτου ανοσοποιητικού (innate immunity) και αυξημένο φλεγμονώδες φορτίο στον οργανισμό.
Η εξέταση χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ρευματολογικές και αυτοάνοσες διαταραχές, όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, αγγειίτιδες, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, καθώς και σε φλεγμονώδεις μυοπάθειες. Τα επίπεδά της συσχετίζονται συχνά με την ένταση της νόσου, ακόμη και όταν κλασικοί δείκτες όπως η CRP ή η ΤΚΕ παραμένουν εντός φυσιολογικών ορίων. Επιπλέον, η καλπροτεκτίνη ορού μελετάται ως προγνωστικός δείκτης σε λοιμώξεις (όπως σοβαρές περιπτώσεις COVID-19 ή σηψαιμία), αλλά και ως επικουρικός ογκολογικός δείκτης σε διάφορες νεοπλασίες. Η διατήρησή της σε υψηλά επίπεδα μετά από αγωγή ή σε φαινομενικά κλινικά ήρεμες φάσεις, μπορεί να υποδεικνύει υποκλινική φλεγμονή ή ατελή ύφεση της ανοσολογικής απόκρισης.
Λόγω της σταθερότητάς της και της άμεσης προέλευσής της από ενεργοποιημένα φλεγμονώδη κύτταρα, η καλπροτεκτίνη αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο παρακολούθησης και αξιολόγησης του κινδύνου, στο πλαίσιο της λειτουργικής και εξατομικευμένης ιατρικής.
Διαγνωστική Αξία της Εξέτασης
Η καλπροτεκτίνη ορού αναδεικνύεται ως χρήσιμος εργαστηριακός δείκτης γενικευμένης φλεγμονής, με ευρεία εφαρμογή σε φλεγμονώδη, αυτοάνοσα και λοιμώδη νοσήματα. Η μέτρησή της παρέχει λειτουργική πληροφόρηση για την ενεργοποίηση των ουδετερόφιλων και την παρουσία φλεγμονωδών διεργασιών σε ιστούς και όργανα, ανεξάρτητα από την εντοπισμένη περιοχή. Η αξιολόγηση της καλπροτεκτίνης στον ορό αποτελεί συμπληρωματικό εργαλείο στους κλασικούς δείκτες (CRP, ΤΚΕ, IL-6), ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι δεν αποδίδουν ακριβώς την ένταση ή την επιμονή της φλεγμονής.
Η χρησιμότητά της ενισχύεται σε περιπτώσεις υποκλινικής φλεγμονής, μη ειδικής συμπτωματολογίας ή όταν απαιτείται παρακολούθηση της θεραπευτικής ανταπόκρισης. Δεν αποτελεί αυτόνομο διαγνωστικό δείκτη, αλλά ενσωματώνεται ιδανικά σε πρωτόκολλα διαστρωμάτωσης κινδύνου, εκτίμησης δραστηριότητας νόσου και χρόνιας φλεγμονώδους επιβάρυνσης.
Τεχνικά και Πρακτικά Πλεονεκτήματα
- Ευαισθησία σε πρώιμη φλεγμονή: Ανιχνεύει την ενεργοποίηση ουδετερόφιλων ακόμη και όταν άλλοι δείκτες είναι φυσιολογικοί.
- Κατάλληλη για χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους: Ενδείκνυται σε παρακολούθηση αυτοάνοσων ή ρευματολογικών καταστάσεων, όπου απαιτείται λεπτή εκτίμηση της φλεγμονώδους δραστηριότητας.
- Λειτουργική πληροφόρηση: Αντικατοπτρίζει την κυτταρική ενεργοποίηση και όχι απλώς τη στατική παρουσία της πρωτεΐνης, προσφέροντας δυναμική εικόνα της φλεγμονής.
- Αξιολόγηση σε λοιμώξεις υψηλού κινδύνου: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρόγνωση και διαστρωμάτωση κινδύνου σε σοβαρές περιπτώσεις COVID-19 ή σηψαιμίας.
- Σχετική σταθερότητα: Η συγκέντρωση της καλπροτεκτίνης δεν επηρεάζεται άμεσα από πρόσληψη τροφής ή ήπια φαρμακευτική αγωγή, διευκολύνοντας τη λήψη του δείγματος, ιδιαίτερα ως εργαλείο παρακολούθησης της θεραπείας.
- Χρήση συνδυαστικά: Συνδυάζεται με CRP, IL-6, φερριτίνη και άλλους δείκτες για πλήρη αξιολόγηση της φλεγμονής σε λειτουργικά και κλινικά πρωτόκολλα.
Πότε Είναι Χρήσιμη
- Σε αυτοάνοσα και ρευματολογικά νοσήματα: Για εκτίμηση της φλεγμονώδους δραστηριότητας σε παθήσεις όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), αγγειίτιδες ή φλεγμονώδεις μυοπάθειες.
- Όταν οι κλασικοί δείκτες φλεγμονής είναι ανεπαρκείς: Σε περιπτώσεις όπου η CRP και η ΤΚΕ είναι φυσιολογικές, αλλά παραμένει υποψία ενεργού φλεγμονής.
- Για πρόγνωση σε λοιμώξεις υψηλού κινδύνου: Σε σηψαιμία, σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις ή COVID-19, όπου η καλπροτεκτίνη αντικατοπτρίζει τη βαρύτητα της κατάστασης.
- Σε χρόνιες, μη ειδικές φλεγμονώδεις καταστάσεις: Όπως ανεξήγητη κόπωση, χρόνια φλεγμονώδη επιβάρυνση ή υποκλινικές φλεγμονές που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο.
- Σε παρακολούθηση θεραπευτικής ανταπόκρισης: Κατά τη διάρκεια ανοσοκατασταλτικής ή βιολογικής θεραπείας, για έλεγχο της εμμένουσας φλεγμονής.
- Σε πιθανή νεοπλασματική φλεγμονώδη δραστηριότητα: Ως υποστηρικτικός δείκτης ανοσολογικής ενεργοποίησης σε ορισμένες μορφές καρκίνου, π.χ. παγκρεατικού ή πνεύμονα.
- Ανίχνευση υποκείμενης φλεγμονής: Σε άτομα υψηλού κινδύνου ή σε προληπτικά check-up λειτουργικής ιατρικής, για έγκαιρη ανίχνευση ‘σιωπηλής’ φλεγμονής.
Τελευταία ενημέρωση: 27/11/2025
