Η μέτρηση της οιστρόνης στη σίελο αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο μέτρησης της ορμόνης. Η μέτρηση της οιστρόνης χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω περιπτώσεις:
- Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) της πρώιμης και καθυστερημένης ήβης σε γυναίκες και σε μικρότερο βαθμό, σε άνδρες
- Για την εργαστηριακή διαγνωστική προσέγγιση (μεταξύ άλλων εξετάσεων) των διαταραχών του μεταβολισμού των στεροειδών ορμονών του φύλου (π.χ. ανεπάρκεια αρωματάσης και ανεπάρκεια 17 α-υδροξυλάσης)
- Ως συμπληρωματική εξέταση στον έλεγχο της οστεπόρωσης, για την αξιολόγηση του κινδύνου καταγμάτων μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών
- Παρακολούθηση της ορμονοθεραπείας υποκατάστασης σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση
- Παρακολούθηση της θεραπείας με αντι-οιστρογόνα (π.χ. θεραπεία με αναστολείς της αρωματάσης)
Περισσότερες Πληροφορίες
Η οιστρόνη είναι ένα από τα τρία κύρια οιστρογόνα που παράγονται στους ανθρώπους. Τα επίπεδα της οιστρόνης είναι σχετικά υψηλά κατά τη γέννηση τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, μειώνονται μεταγεννητικά και αυξάνονται ξανά κατά την εφηβεία. Από τα τρία κύρια οιστρογόνα, η οιστρόνη κυριαρχεί στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Η οιστρογονική δράση της οιστρόνης είναι ενδιάμεση σε σχέση με την οιστριόλη, το ασθενέστερο οιστρογόνο και την οιστραδιόλη, το ισχυρότερο οιστρογόνο.
Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η οιστρόνη παράγεται κυρίως από τη μετατροπή της ανδροστενεδιόνης στις ωοθήκες, με τις συγκεντρώσεις να κορυφώνονται στην φάση πριν την ωορρηξία και με μια μικρότερη δευτερογενή αύξηση κατά τη διάρκεια της ωχρινικής φάσης. Στις μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε παιδιά και στους άνδρες, η οιστρόνη παράγεται σε μεγάλο βαθμό με τη μετατροπή της ανδροστενεδιόνης στους περιφερικούς ιστούς με τη δράση του ενζύμου αρωματάση. Η οιστρόνη στη συνέχεια μετατρέπεται σε οιστραδιόλη σε διάφορους ιστούς με τη δράση του ενζύμου 17β-υδροξυστεροειδής αφυδρογονάση και μέσω αυτής της μετατροπής αντιπροσωπεύει την κύρια πηγή οιστραδιόλης στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και στους άνδρες.
Η οιστρόνη είναι το κυρίαρχο οιστρογόνο στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε σύγκριση με την οιστραδιόλη που κυριαρχεί πριν από την εμμηνόπαυση. Αυτό συμβαίνει επειδή η παραγωγή οιστραδιόλης από τις ωοθήκες μειώνεται σημαντικά μετά την εμμηνόπαυση, ενώ η παραγωγή της οιστρόνης από την ανδροστενεδιόνη αλλάζει ελάχιστα σε σχέση με την προ-εμμηνόπαυση. Η αρωματοποίηση της ανδροστενεδιόνης προς οιστρόνη αυξάνεται με την αύξηση του σωματικού βάρους, δεδομένου ότι η αρωματάση βρίσκεται άφθονη στον λιπώδη ιστό. Αυτή η αυξημένη διαθεσιμότητα οιστρόνης συμβάλλει στην αύξηση της κυκλοφορίας της οιστραδιόλης στις παχύσαρκες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Σε μη έγκυες γυναίκες, μόνο το 3% περίπου της οιστρόνης στην κυκλοφορία του αίματος δεν δεσμεύεται με πρωτεΐνες. Η μη δεσμευμένη οιστρόνη εισέρχεται στο σάλιο από το αίμα μέσω ενδοκυτταρικών μηχανισμών και στο σάλιο η πλειονότητα της οιστρόνης παραμένει μη συνδεδεμένη με τις πρωτεΐνες. Οι τιμές της οιστρόνης σε δείγματα σάλιου και ορού συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό.
Οι μετρήσεις των ορμονών στο σάλιο αποτελούν μια άριστη επιλογή, επειδή η συλλογή του δείγματος είναι μη επεμβατική και εύκολη, χωρίς τις πιθανές επιπλοκές και την ταλαιπωρία της αιμοληψίας, ενώ εξασφαλίζεται απόλυτα η ευαισθησία και η ακρίβεια των μετρήσεων.