Η μέτρηση των χολικών οξέων των κοπράνων βοηθάει στην αξιολόγηση ασθενών με συμπτώματα χρόνιας διάρροιας λόγω δυσαπορρόφησης χολικών οξέων. Τα χολικά οξέα αποτελούν ένα σημαντικό συστατικό της υγείας του πεπτικού συστήματος και η μέτρησή τους μπορεί να παρέχει πληροφορίες για διάφορες γαστρεντερικές παθήσεις. Τα χολικά οξέα παράγονται από το ήπαρ και απελευθερώνονται στο λεπτό έντερο για να βοηθήσουν στην πέψη και την απορρόφηση των λιπών. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στη γαλακτωματοποίηση των λιπών και των λιποδιαλυτών βιταμινών, διευκολύνοντας την απορρόφησή τους.
Περισσότερες Πληροφορίες
Τα χολικά οξέα παράγονται στο ήπαρ ως τελικά προϊόντα του μεταβολισμού της χοληστερόλης. Μαζί με άλλα συστατικά της χολής του ήπατος, όπως η χοληστερόλη, η χολερυθρίνη, τα φωσφολιπίδια και οι πρωτεΐνες, τα χολικά οξέα εκκρίνονται στο δωδεκαδάκτυλο. Σημαντικές λειτουργίες των χολικών οξέων είναι η απέκκριση της χοληστερόλης, η απορρόφηση των λιπαρών οξέων και των λιποδιαλυτών βιταμινών στο λεπτό έντερο, όπως οι A, D, E και K, καθώς και η διέγερση της εντερικής κινητικότητας.
Η σύνθεση και η απέκκριση των χολικών οξέων είναι αυστηρά ρυθμιζόμενες διαδικασίες. Συντίθενται κυρίως από τη χοληστερόλη στο ήπαρ και αποθηκεύονται στη χοληδόχο κύστη. Μετά από ένα γεύμα, η χολή απελευθερώνεται στο λεπτό έντερο για να βοηθήσει στην πέψη. Η πλειοψηφία των εκκρινόμενων χολικών οξέων επαναπορροφώνται στον τελικό ειλεό και επιστρέφουν στο ήπαρ μέσω του πυλαίου φλεβικού συστήματος για ανακυκλοφορία σε μια διαδικασία γνωστή ως εντεροηπατική κυκλοφορία. Μόνο ένα μικρό ποσοστό (3-5%) απεκκρίνεται στα κόπρανα. Εάν η εντεροηπατική ανακύκλωση των χολικών οξέων αποτύχει, οι υπερβολικές ποσότητες χολικών οξέων εισέρχονται στο παχύ έντερο και αποβάλλονται με τα κόπρανα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται δυσαπορρόφηση χολικών οξέων. Τα πρωτογενή χολικά οξέα χολικό οξύ (CA) και χηνοδεοξυχολικό οξύ (CDCA) με τις διαδικασίες τις αποσύζευξης και αφυδροξυλίωσης από τα εντερικά βακτήρια, μετατρέπονται στα δευτερογενή χολικά οξέα δεοξυχολικό οξύ (DCA) και λιθοχολικό οξύ (LCA), αντίστοιχα. Το σύνολο των CA, CDCA, DCA, LCA και ουρσοδεοξυχολικού οξέος αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των χολικών οξέων στα κόπρανα.
Μη φυσιολογικά επίπεδα χολικών οξέων στα κόπρανα μπορεί να υποδεικνύουν διάφορες γαστρεντερικές διαταραχές. Αυξημένα επίπεδα μπορεί να υποδηλώνουν σύνδρομα δυσαπορρόφησης, όπως δυσαπορρόφηση των χολικών οξέων (BAM), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε διάρροια και άλλα πεπτικά συμπτώματα. Τα μειωμένα επίπεδα μπορεί να υποδεικνύουν μειωμένη σύνθεση ή απέκκριση των χολικών οξέων, η οποία μπορεί να συμβεί σε καταστάσεις όπως η χολόσταση ή η ηπατική νόσος.
Ενδείξεις για τη μέτρηση των χολικών οξέων στα κόπρανα αποτελούν:
- Υποψία δυσαπορρόφησης χολικών οξέων
- Μετά την εκτομή του τελικού ειλεού
- Νόσος του Crohn που επηρεάζει τον τελικό ειλεό
- Εντερίτιδα από ακτινοβολία
- Μετά χολοκυστεκτομή
- Μετά βαγοτομή
- Κοιλιοκάκη
- Χρόνια παγκρεατίτιδα
- Ιδιοπαθής δυσαπορρόφηση χολικών οξέων
Θεραπεία: Η θεραπεία για καταστάσεις που περιλαμβάνουν μη φυσιολογικά χολικά οξέα κοπράνων μπορεί να περιλαμβάνει διαιτητικές τροποποιήσεις, φάρμακα για τη δέσμευση των χολικών οξέων και τη μείωση της κυκλοφορίας τους και η αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτιών όπως ηπατικές ή γαστρεντερικές παθήσεις.
Η μέτρηση των χολικών οξέων των κοπράνων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση καταστάσεων που σχετίζονται με μη φυσιολογικό μεταβολισμό χολικών οξέων, όπως η δυσαπορρόφηση των χολικών οξέων. Επιπλέον, μπορούν να μετρηθούν τα χολικά οξέα στον ορό για την αξιολόγηση της ηπατικής λειτουργίας και τη διάγνωση ηπατικών παθήσεων.