Η λακτοφερρίνη κοπράνων είναι ένας βιοχημικός δείκτης που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της φλεγμονής στο γαστρεντερικό σωλήνα, ιδιαίτερα στο έντερο. Η λακτοφερρίνη είναι μια πρωτεΐνη που υπάρχει σε διάφορα βιολογικά υγρά, συμπεριλαμβανομένου του σάλιου, των δακρύων και των επιφανειών των βλεννογόνων του γαστρεντερικού σωλήνα. Παίζει ρόλο στην άμυνα του οργανισμού ενάντια σε λοιμώξεις και φλεγμονές.
Η μέτρηση της λακτοφερρίνης στα κόπρανα εκτιμάει την παρουσία και τη σοβαρότητα της φλεγμονής στο έντερο, βοηθώντας στη διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας των φλεγμονωδών καταστάσεων του εντέρου.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η λακτοφερρίνη είναι μια πρωτεΐνη δέσμευσης του σιδήρου με αντιμικροβιακές ιδιότητες. Βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων του σιδήρου στον οργανισμό και έχει την ικανότητα να δεσμεύει και να εξουδετερώνει βακτήρια, ιούς και άλλα παθογόνα, καθιστώντας την σημαντικό συστατικό του έμφυτου ανοσοποιητικού συστήματος.
Η λακτοφερρίνη κοπράνων χρησιμοποιείται κυρίως ως δείκτης φλεγμονής στο γαστρεντερικό σύστημα. Αυξημένα επίπεδα λακτοφερρίνης σε δείγματα κοπράνων υποδηλώνουν την παρουσία φλεγμονής, η οποία μπορεί να σχετίζεται με διάφορες παθολογικές καταστάσεις του γαστρεντερικού, όπως:
- Φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (IBD), όπως η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα.
- Λοιμώδης κολίτιδα που προκαλείται από βακτηριακές ή παρασιτικές λοιμώξεις.
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) με διάρροια, σε ορισμένες περιπτώσεις.
Τα φυσιολογικά επίπεδα λακτοφερρίνης κοπράνων είναι γενικά χαμηλά, καθώς υπάρχει ελάχιστη φλεγμονή σε ένα υγιές γαστρεντερικό σύστημα. Τα αυξημένα επίπεδα υποδηλώνουν συνεχιζόμενη φλεγμονή και το μέγεθος της αύξησης παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σοβαρότητα της φλεγμονής. Μπορεί να βοηθήσει στη διαφοροποίηση μεταξύ φλεγμονωδών και μη φλεγμονωδών αιτιών των συμπτωμάτων του γαστρεντερικού συστήματος.
Περιορισμοί: Παρόλο που η λακτοφερρίνη κοπράνων είναι ένας χρήσιμος δείκτης, δεν είναι ειδική για κάποια συγκεκριμένη κατάσταση του γαστρεντερικού και δεν μπορεί να διαγνώσει οριστικά μια συγκεκριμένη νόσο. Πρόσθετες εξετάσεις, όπως κολονοσκόπηση και βιοψία, μπορεί να είναι απαραίτητες για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση και να προσδιοριστεί η υποκείμενη αιτία της φλεγμονής.
Κλινική χρησιμότητα: Η μέτρηση της λακτοφερρίνης κοπράνων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρακολούθηση της δραστηριότητας της νόσου σε ασθενείς με φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου. Μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία και στον εντοπισμό εξάρσεων της νόσου.
Η λακτοφερίνη είναι σταθερή στα κόπρανα για αρκετές ημέρες σε θερμοκρασία δωματίου και ακόμη περισσότερο εάν τα κόπρανα σε χαμηλότερες θερμοκρασίες.