Η καλλιέργεια του σπέρματος για τα κοινά μικρόβια χρησιμοποιείται στον έλεγχο της ανδρικής υπογονιμότητας καθώς και όταν υπάρχουν ενδείξεις λοίμωξης του ουροποιογεννητικού συστήματος και περιλαμβάνει τον έλεγχο για παθογόνος αερόβιους και ανερόβιους μικροοργανισμούς, μύκητες και γονόκοκκο.
Περισσότερες Πληροφορίες
Οι λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος είναι σχετικά κοινές στον ανδρικό πληθυσμό. Οι λοιμώξεις περιλαμβάνουν (α) την κυστεοουρηθρίτιδα (λοίμωξη της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας) που προκαλείται από κοινά μικρόβια που προσβάλλουν το ουροποιητικό ή από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα παθογόνα και (β) λοιμώξεις που αφορούν τον προστάτη, τις σπερματοδόχους κύστεις και την επιδιδυμίδα και που μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα.
Η πιθανή σχέση μεταξύ λοίμωξης και υπογονιμότητας έχει γίνει αντικείμενο έρευνας εδώ και πολύ καιρό. Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της λοίμωξης των επικουρικών γεννητικών αδένων και της μείωσης της ανδρικής γονιμότητας έχει αποκτήσει επιστημονικά και διαγνωστικά εργαλεία, αλλά τα αποτελέσματα της θεραπείας με αντιβιοτικά από την άποψη της γονιμότητας, παραμένουν απογοητευτικά. Το τελευταίο είναι πιθανόν να οφείλεται στις μη αναστρέψιμες λειτουργικές βλάβες που προκαλούνται από τις χρόνιες λοιμώξεις και τις φλεγμονές. Επομένως, η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και η επαρκής θεραπευτική αντιμετώπιση των λοιμώξεων του ανδρικού ουροποιογεννητικού συστήματος, τόσο από τα κοινά μικρόβια όσο και από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα μικρόβια, είναι ζωτικής σημασίας.
Η λοίμωξη των επικουρικών γεννητικών αδένων περιλαμβάνει την επιδιδυμίτιδα, τη σπερματοδοχοκυστίτιδα και την προστατίτιδα και προκαλείται είτε από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα μικρόβια ή από τα λεγόμενα κοινά ουροπαθογόνα μικρόβια. Ανάμεσα στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα μικρόβια, τα Χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia trachomatis) είναι τα πιο κοινά παθογόνα, αλλά και ο Γονόκοκκος (Neisseria gonorrhoeae) είναι αρκετά συχνό. Τα κοινά ουροπαθογόνα συνήθως είναι η Escherichia coli, ο Streptococcus ομάδας D (Εντερόκοκκος), είδη Proteus και Klebsiella. Ο ρόλος των κοαγκουλάση αρνητικών Σταφυλοκόκκων σε αυτές τις λοιμώξεις παραμένει αβέβαιος.
Η λοίμωξη προκαλεί φλεγμονή χαρακτηριζόμενη από τα κλασικά συμπτώματα όπως τον πόνο, τη διόγκωση και τη διαταραχή στη λειτουργία του αδένα. Η τελευταία είναι υπεύθυνη για την ελλιπή έκκριση των ενζύμων, των ανόργανων στοιχείων και των υγρών που απαιτούνται για τη βέλτιστη λειτουργία και μεταφορά των σπερματοζωαρίων. Η ανώμαλη βιοχημική σύνθεση του σπερματικού πλάσματος έχει σαν αποτέλεσμα μείωση του όγκου του σπέρματος, μη φυσιολογικό ιξώδες και ρευστοποίηση, ανώμαλο pH και μειωμένη λειτουργική ικανότητα των σπερματοζωαρίων. Αυτό τυπικά μπορεί να εκφράζεται ως μειωμένη κινητικότητα και σε αρκετές περιπτώσεις με αντισπερμικά αντισώματα που προκαλούν ανοσολογική υπογονιμότητα.
Η λοίμωξη αυξάνει τον αριθμό των πυοσφαιρίων, την παραγωγή δραστικών ριζών οξυγόνου (ROS) που αλλάζουν τη λιπιδική σύνθεση της μεμβράνης του σπερματοζωαρίου και μειώνουν τη δραστικότητα του ακροσωματίου. Οι δραστικές ρίζες οξυγόνου επάγουν την οξειδωτική βλάβη στο DNA του σπέρματος, με την παραγωγή της 8-υδροξυ-δεοξυγουανοσίνης (8-OHdG) και τη δημιουργία μεταλλάξεων. Η φλεγμονή αυξάνει επίσης την παραγωγή κυτοκινών όπως της Ιντερλευκίνης-1 (IL-1α και IL-1β), της Ιντερλευκίνης-6 (IL-6), της Ιντερλευκίνης-8 (IL-8) και του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF-a) που περιορίζουν περαιτέρω τη λειτουργία του σπέρματος.