Η μέτρηση του χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (ΑΡΤΤ) στο πλάσμα, χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της θεραπείας με ηπαρίνη (μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη), ως συμπληρωματική εξέταση για τον έλεγχο ορισμένων ανεπαρκειών παραγόντων της πήξης καθώς και για την ανίχνευση ορισμένων αναστολέων της πήξης, όπως το αντιπηκτικό λύκου.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η διαδικασία της αιμόστασης περιλαμβάνει πολλά βήματα και την εύρυθμη λειτουργία μιας μεγάλης ποικιλίας από παράγοντες πήξης και άλλες ουσίες. Ο χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης (ΡΤΤ) και ο χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (ΑΡΤΤ) χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί πόσο καλά λειτουργεί η διαδικασία της πήξης του αίματος. Αυτή η εξέταση είναι χρήσιμη για την ανίχνευση διαταραχών της πήξης του αίματος που προκαλούνται είτε από ανεπάρκεια ή από ελαττωματική λειτουργία των παραγόντων της πήξης που συνθέτουν το ενδογενές σύστημα. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν τους Ι, ΙΙ, V, VIII, IX, Χ, XI, και XII. Φυσιολογικές τιμές ΑΡΤΤ μπορεί να αντικατοπτρίζουν μια φυσιολογική λειτουργία πήξης του αίματος, αλλά μέτριες ελλείψεις ενός μόνον παράγοντα πήξης, μπορεί να υπάρχουν. Η μείωση ενός μόνον παράγοντα πήξης δεν αντανακλάται στην τιμή του ΑΡΤΤ, παρά μόνον όταν η μείωση φτάσει στο 30- 40% της φυσιολογικής του δράσης.
Το ΡΤΤ (χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης) χρησιμοποιείται επίσης για την παρακολούθηση της θεραπείας με ηπαρίνη. Η ηπαρίνη αδρανοποιεί την προθρομβίνη και εμποδίζει το σχηματισμό της θρομβοπλαστίνης. Έτσι, σε συνθήκες στις οποίες είναι απαραίτητη η πρόληψη σχηματισμού θρόμβου, δίδεται ηπαρίνη συνήθως με τη μορφή της συνεχούς ενδοφλέβιας έγχυσης. Είναι σημαντικό η απόκριση του ασθενούς σε αυτή την αντιπηκτική θεραπεία να είναι η κατάλληλη, δηλαδή αρκετή για την πρόληψη σχηματισμού θρόμβου, αλλά όχι τόσο μεγάλη που να προκαλεί αυτόματη αιμορραγία. Αυτή η λεπτή ισορροπία μπορεί να παρακολουθείται μέσω της χρήσης του PTT.
Το ΡΤΤ περιλαμβάνει τη μέτρηση του χρόνου που χρειάζεται για να σχηματισθεί ένας θρόμβος σε ένα δείγμα πλάσματος στο οποίο προστίθεται ασβέστιο και μερική θρομβοπλαστίνη. Αν προστίθενται διάφορες χημικές ουσίες για την τυποποίηση και την επιτάχυνση της δοκιμασίας, το αποτέλεσμα αναφέρεται ως χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης, ή ΑΡΤΤ. Εάν το ΑΡΤΤ είναι μεγαλύτερο από 100 δευτερόλεπτα, ο ασθενής βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο για εκδήλωση αυτόματης αιμορραγία.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας της ηπαρίνης με επακόλουθη αιμορραγία, το αντίδοτο είναι θειική πρωταμίνη.
Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
- Αύξηση: Κύριες αιτίες είναι η γενετική ή επίκτητη ανεπάρκεια των παραγόντων πήξης του αίματος IX, Χ, XI, XII, ή και του παράγοντα V ή II. Αυτές οι ελλείψεις συνήθως πρέπει να είναι κάτω του 30% - 40% των φυσιολογικών επιπέδων των παραγόντων πήξης για να δημιουργήσουν αυξημένο ΑΡΤΤ και τάσεις αιμορραγίας, όπως για παράδειγμα στην αιμορροφιλία Α. Αυξημένοι χρόνοι συνδέονται με ελλείψεις στο υψηλού μοριακού βάρους (HMW) κινινογόνο και τον παράγοντα Fletcher (προκαλλικρεϊνη). Μεγαλύτεροι χρόνοι εμφανίζονται επίσης κατά την αποκόλληση του πλακούντα, ανινωδογοναιμία, καρδιακή χειρουργική επέμβαση, υποθερμία, κίρρωση, διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη, δυσινωδογοναιμία, ινωδόλυση, ανεπάρκεια του παράγοντα Fitzgerald (σοβαρή), αιμορραγική νόσος των νεογνών, υποϊνωδογοναιμία, ηπατική νόσο, υποπροθρομβιναιμία, παρουσία αντιπηκτικών, αντιπηκτικό λύκου, νόσος νοn Willebrand, ασθενείς σε αιμοκάθαρση. Φάρμακα: Αλκοόλη, ανιστρεπλάση (θρομβολυτικός παράγοντας), υδροξυκουμαρίνη (περίσσεια), χλωροπρομαζίνη, κωδεϊνη, επτιφιμπατίδη, ηπαρίνη, μεθοτρεξάτη, φαινοθειαζίνες, σαλικυλικά, βαρφαρίνη, βαλπροϊκό οξύ
- Μείωση: Μικρότεροι χρόνοι συμβαίνουν σε ανωμαλίες του παράγοντα Fletcher, οι οποίες δεν συνδέονται με αιμορραγία και στην οποία μπορεί να συμβεί θρομβοεμβολή. Ένα μικρότερο ΑΡΤΤ σε ασθενείς με πόνο στο στήθος, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.