Η μέτρηση της τροπονίνης Τ στο αίμα, χρησιμοποείται για για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, για την παρακολούθηση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων και την εκτίμηση της πρόγνωσης τους καθώς και για την παρακολούθηση ασθενών με μη ισχαιμικές καρδιακές βλάβες.
Η μέτρηση της τροπονίνης Τ γίνεται με αντιδραστήρια 5ης γενεάς (υψηλής ευαισθησίας Τροπονίνη Τ, hs-cTnΤ) με πολύ υψηλότερη ακρίβεια, ευαισθησία και ειδικότητα σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές αντιδραστηρίων.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η καρδιακή τροπονίνη Ι (cTnI) είναι μία υπομονάδα του συμπλόκου ακτίνης-μυοσίνης, της συσταλτής πρωτεΐνης του μυικού ινιδίου που υπάρχει μόνο στο μυοκάρδιο. Η τροπονίνη Τ (cTnT) και η ειδική καρδιακή τροπονίνη Ι, είναι οι δύο ισομορφές που διαρρέουν στην κυκλοφορία του αίματος κατά τη διάρκεια της μυοκαρδιακής νέκρωσης. Λόγω των πολύ χαμηλών έως μη ανιχνεύσιμων τιμών στον ορό των υγιών ανθρώπων και της γρήγορης αύξησης (είναι ανιχνεύσιμες μέσα σε 1 ώρα μετά τη βλάβη των κυττάρων του μυοκαρδίου), αυτοί οι υπερευαίσθητοι δείκτες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην έγκαιρη διάγνωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, κυρίως για την ανίχνευση των σιωπηλών εμφραγμάτων του μυοκαρδίου και των μικροεμφράκτων καθώς και στις περιπτώσεις πόνου στο στήθος που δεν συνοδεύονται από τις χαρακτηριστικές αλλαγές του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ).
Και οι δύο εξετάσεις (τροπονίνη Ι και τροπονίνη Τ) έχουν παρόμοια ακρίβεια στην αναγνώριση της οξείας μυοκαρδιακής βλάβης. Ορισμένες μελέτες έχουν βρει συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αύξησης της τροπονίνης Ι και της τροπονίνης Τ και της σοβαρότητας και της έκτασης των στεφανιαίων βλαβών, της στηθάγχης και των αλλαγών στο ΗΚΓ. Έτσι, οι τιμές της τροπονίνης Ι και της τροπονίνης Τ μπορεί να είναι χρήσιμες στην πρόβλεψη της έκβασης τον καρδιακών επεισοδίων. Οι τροπονίνες μπορεί να παραμένουν αυξημένες 4-9 ημέρες μετά την έναρξη του εμφράγματος.
Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
- Αύξηση Τροπονίνης Τ: Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια, μυϊκή βλάβη, νεφρική ανεπάρκεια.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.