Τα συγγενή μυασθενικά σύνδρομα (CMS) είναι μια ομάδα σπάνιων γενετικών διαταραχών που επηρεάζουν τη νευρομυϊκή σύναψη, η οποία είναι το σημείο όπου τα νευρικά κύτταρα επικοινωνούν με τους μυς. Αυτά τα σύνδρομα οδηγούν σε μυϊκή αδυναμία και κόπωση, ειδικά κατά τη διάρκεια παρατεταμένης δραστηριότητας.
Ο γενετικός έλεγχος των συγγενών μυασθενικών συνδρόμων συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Βασικά σημεία σχετικά με το συγγενές μυασθενικό σύνδρομο (CMS) περιλαμβάνουν:
- Γενετική βάση: Το CMS είναι συνήθως κληρονομικό και διάφορες γενετικές μεταλλάξεις μπορούν να οδηγήσουν στην κατάσταση αυτή. Οι μεταλλάξεις μπορεί να επηρεάσουν τις πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη μετάδοση των σημάτων μεταξύ των νευρικών κυττάρων και των μυών, οδηγώντας σε μειωμένη επικοινωνία στη νευρομυϊκή σύναψη.
- Συμπτώματα: Το κύριο σύμπτωμα του CMS είναι η μυϊκή αδυναμία που γίνεται πιο έντονη με τη σωματική δραστηριότητα. Οι κοινές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν δυσκολία στην κατάποση, αναπνευστικά προβλήματα και αδυναμία στους μύες του προσώπου. Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν ευρέως μεταξύ των ατόμων με διαφορετικές μορφές CMS.
- Έναρξη και σοβαρότητα: Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν κατά τη γέννηση ή κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Η σοβαρότητα του CMS μπορεί επίσης να ποικίλει, με μερικά άτομα να αντιμετωπίζουν ήπια μυϊκή αδυναμία, ενώ άλλοι μπορεί να έχουν πιο σημαντικά προβλήματα με τις κινητικές λειτουργίες.
- Διάγνωση: Η διάγνωση περιλαμβάνει κλινική αξιολόγηση, ηλεκτρομυογράφημα (EMG), μελέτες αγωγιμότητας νεύρων και γενετικές εξετάσεις. Αυτές οι εξετάσεις βοηθούν στον εντοπισμό της συγκεκριμένης γενετικής μετάλλαξης που προκαλεί CMS.
- Υπότυποι: Υπάρχουν διαφορετικοί υπότυποι του CMS, καθένας από τους οποίους σχετίζεται με συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις. Αυτοί οι υπότυποι μπορούν να επηρεάσουν την πορεία της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία. Εμπλέκονται μέχρι 35 γονίδια σε αυτή την ομάδα διαταραχών, οι οποίες ταξινομούνται σε 14 ομάδες σύμφωνα με τα διάφορα χαρακτηριστικά. Μπορεί να κληρονομηθούν με αυτοσωμικό υπολειπόμενο ή επικρατή τρόπο.
- Θεραπεία: Αν και δεν υπάρχει θεραπεία για το CMS, διάφορες επιλογές θεραπείας στοχεύουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Οι αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης, όπως η πυριδοστιγμίνη, χορηγούνται συνήθως για την ενίσχυση της επικοινωνίας μεταξύ των νεύρων και των μυών. Άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να περιλαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, χειρουργικές επεμβάσεις.
- Πρόγνωση: Η πρόγνωση για τα άτομα με CMS ποικίλλει ανάλογα με τον συγκεκριμένο υπότυπο και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Με την κατάλληλη διαχείριση, πολλοί άνθρωποι με CMS μπορούν να ζήσουν σχετικά φυσιολογική ζωή, αν και μερικοί μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα.
Τα άτομα με υποψία CMS πρέπει να συμβουλεύονται επαγγελματίες υγείας, όπως νευρολόγους ή γενετιστές, για την ακριβή διάγνωση και εξατομικευμένα σχέδια θεραπείας.
Από τα 35 αιτιολογικά γονίδια του CMS, παθογόνες παραλλαγές έχουν παρατηρηθεί συχνότερα στα γονίδια της υπομονάδας ε του AChR (CHRNE), χολίνης Q (COLQ), ραψίνης (RAPSN), Dok-7 (DOK7) και γλουταμίνης-φρουκτόζης-6-φωσφορικής τρανσαμινάσης 1 (GFPT1). Αυτή η εξέταση αναλύει ορισμένες παθογόνες παραλλαγές του γονιδίου RAPSN, των οποίων η πρωτεΐνη, η ραψίνη, επιτρέπει τη συναρμολόγηση και τον πολυμερισμό του υποδοχέα της ακετυλοχολίνης (AChR).
Η μετάλλαξη c.264C A (p.Asn88Lys) είναι μία από τις πιο σημαντικές παθογόνες παραλλαγές, που περιγράφεται στη βιβλιογραφία. Είναι μια ημι-συντηρητική υποκατάσταση αμινοξέων που επηρεάζει τη δευτεροταγή δομή της πρωτεΐνης, επηρεάζοντας τον πολυμερισμό του υποδοχέα ACh και εμποδίζοντας τη συναπτική μετάδοση στη νευρομυϊκή σύναψη. Ακολουθεί αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας και βρίσκεται σε ασθενείς με μυασθενικό σύνδρομο τόσο σε ομοζυγωτία όσο και σε σύνθετη ετεροζυγωτία. Είναι η πιο συχνή παραλλαγή στους Ευρωπαίους, με συχνότητα αλληλόμορφων 0.0026 σε σύγκριση με παγκόσμια συχνότητα 0.0015.
Η γενετική εξέταση του συγγενούς μυασθενικού συνδρόμου αναλύει τις 4 συχνότερες παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου RAPSN.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο προς έλεγχο γονίδιο και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).