Η μέτρηση της σφαιρίνης που δεσμεύει τα κορτικοστεροειδή στον ορό είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση μη αναμενόμενων επιπέδων κορτιζόλης στον ορό.
Χρησιμοποιείται επίσης στη διερεύνηση της ανεπάρκειας της σφαιρίνης δεσμεύουσας τα κορτικοστεροειδή, μια κατάσταση με συγκεκριμένα σημεία και συμπτώματα, με πιο συχνή την υπερβολική κόπωση (εξάντληση), ειδικά μετά από σωματική άσκηση.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η σφαιρίνη που δεσμεύει τα κορτικοστεροειδή (CBG) ή τρανσκορτίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη μονής αλυσίδας με 383 αμινοξέα και μοριακό βάρος 52 kDa. Περίπου το 27% του βάρους της αποτελείται από υδατάνθρακες. Είναι μέλος της οικογένειας των πρωτεϊνών που ονομάζοντα αναστολείς πρωτεάσης σερίνης (Serpin) και κινείται με τις α1-σφαιρίνες κατά την ηλεκτροφόρηση. Το μόριο CBG περιέχει μια μοναδική θέση δέσμευσης για τα στεροειδεί, η οποία δεσμεύει την κορτιζόλη καιτην κορτικοστερόνη με υψηλή συγγένεια και τα υπόλοιπα κορτικοστεροειδή σε μικρότερο βαθμό.
Η σημασία της τρανσκορτίνης (CBG) φαίνεται από την ικανότητά της να δεσμεύει το 80-90% της κορτιζόλης στο πλάσμα, αφήνοντας μόνο περίπου το 4-5% να κυκλοφορεί ως ελεύθερο κλάσμα και το υπόλοιπο να συνδέεται χαλαρά με τη λευκωματίνη (αλβουμίνη). Έχουν αναγνωριστεί αρκετές παραλλαγές της CBG που είτε δεν παράγονται κατάλληλα είτε έχουν ελαττώματα στο σημείο δέσμευσης των στεροειδών.
Η σφαιρίνη που δεσμεύει τα κορτικοστεροειδή συντίθεται στο ήπαρ. Είναι ενδιαφέρον ότι η CBG είναι μια «αρνητική πρωτεΐνη οξείας φάσης» κατά τη φλεγμονώδη απόκριση και η συγκέντρωσή της στο πλάσμα μειώνεται γρήγορα κατά τη σήψη, το σοβαρό έγκαυμα και το έμφραγμα του μυοκαρδίου και αυτό πιθανότατα αυξάνει τις ποσότητες ελεύθερων γλυκοκορτικοειδών που μπορούν να ελέγξουν τη φλεγμονώδη απόκριση, τη γλυκονεογένεση και το στρες.
Οι συγκεντρώσεις της τρανσκορτίνης αυξάνονται δύο έως τρεις φορές στην εγκυμοσύνη και επίσης αυξάνονται κατά τη θεραπεία με οιστρογόνα. Αυξημένα επίπεδα παρατηρούνται επίσης στην οξεία ηπατίτιδα και σε κληρονομικές διαταραχές. Η ινσουλίνη αναστέλλει τη σύνθεση της CBG. Το επίπεδο της CBG στον ορό είναι χαμηλότερο σε καταστάσεις υπερινσουλιναιμίας, όπως στον διαβήτη, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και την παχυσαρκία. Η σοβαρή ηπατική νόσος και ο υποσιτισμός μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλό επίπεδο τη CBG. Η CBG είναι επίσης χαμηλότερη στο σύνδρομο Cushing και σε καταστάσεις νοσημάτων που σχετίζονται με αυξημένη απώλεια πρωτεΐνης ή μειωμένη σύνθεση.
Η ανεπάρκεια της σφαιρίνης δεσμεύουσας τα κορτικοστεροειδή είναι μια κατάσταση με συγκεκριμένα σημεία και συμπτώματα, με πιο συχνή την υπερβολική κόπωση (εξάντληση), ειδικά μετά από σωματική άσκηση. Πολλοί άνθρωποι με αυτή την πάθηση έχουν ασυνήθιστα χαμηλή αρτηριακή πίεση (υπόταση). Μερικά άτομα έχουν λιπώδες ήπαρ ή εμφανίζουν χρόνιο πόνο, ιδιαίτερα στους μύες. Αυτά τα χαρακτηριστικά ποικίλλουν μεταξύ των προσβεβλημένων ατόμων, ακόμη και εκείνων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Πολλά άτομα με ανεπάρκεια της σφαιρίνης δεσμεύουσας τα κορτικοστεροειδή έχουν μόνο ένα ή δύο από αυτά τα χαρακτηριστικά. Άλλα δεν έχουν καθόλου σημεία και συμπτώματα της διαταραχής και διαγιγνώσκονται μόνο αφού διαπιστωθεί ότι προσβάλλεται κάποιος συγγενής.
Ορισμένοι άνθρωποι με ανεπάρκεια της σφαιρίνης δεσμεύουσας τα κορτικοστεροειδή έχουν επίσης μια κατάσταση που ονομάζεται σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης είναι η παρατεταμένη κόπωση που παρεμβαίνει στις καθημερινές δραστηριότητες, καθώς και γενικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλος.