Με την αυξημένη χρήση των μετρήσεων οστικής πυκνότητας, η οστεοπόρωση μπορεί πλέον να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί πιο εύκολα. Αυτό έχει προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για τους βιοχημικούς δείκτες του οστικού μεταβολισμού. Τα οστά συνεχώς ανακυκλώνονται, απορροφώνται και επανασχηματίζονται. Η απορρόφηση των οστών γίνεται από τους οστεοκλάστες και ο σχηματισμός των οστών από τους οστεοβλάστες. Η οστεοπόρωση αποτελεί μια κοινή ασθένεια των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών και συνδέεται με την αυξημένη απορρόφηση των οστών και το μειωμένο σχηματισμό τους. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία λεπτών και αδύναμων οστών τα οποία είναι επιρρεπή σε κατάγματα. Η οστεοπόρωση αναγνωρίζεται τώρα ολοένα και περισσότερο και σε ηλικιωμένους άνδρες. Η έγκαιρη διάγνωση επιτρέπει την θεραπευτική παρέμβαση και την πρόληψη καταγμάτων στα οστά.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στον προσδιορισμό της οστεοπόρωσης, δεν μπορεί όμως να αναγνωρίσει μικρές αλλαγές στον μεταβολισμό των οστών. Αν και οι μετρήσεις της οστικής πυκνότητας μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, χρειάζεται να περάσουν χρόνια για να μπορέσει να ανιχνεύσει μετρήσιμες αλλαγές στην πυκνότητα των οστών. Οι Βιοχημικοί Δείκτες Μεταβολισμού των Οστών (BTMs) ωστόσο, μπορούν να προσδιορίσουν τις όποιες μεταβολές μέσα σε λίγους μήνες μετά τη εφαρμογή μιας επιτυχούς θεραπείας. Επιπλέον, το κόστος των μετρήσεων των BTMs είναι γενικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο κόστος της μέτρησης της οστικής πυκνότητας.
Επειδή τα επίπεδα των Βιοχημικών Δεικτών Μεταβολισμού των Οστών ποικίλλουν ανάλογα με την ώρα της ημέρας και των όγκων των οστών, οι μετρήσεις τους δεν χρησιμοποιούνται ως εξετάσεις ρουτίνας για την ανίχνευση της οστεοπόρωσης. Οι χρήσεις τους είναι πολύ βοηθητικές στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, συγκρίνοντας τις με τις αντίστοιχες τιμές πριν την εφαρμογή της θεραπείας. Τα επίπεδα των BTMs μειώνονται με τη χρήση φαρμάκων αντι-απορρόφησης (π.χ. οιστρογόνα, διφωσφονικά, καλσιτονίνη, ραλοξιφαίνη). Οι Βιοχημικοί Δείκτες Μεταβολισμού των Οστών έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να προβλέπουν με ακρίβεια την βελτίωση της οστικής πυκνότητας και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας ενώ είναι επίσης χρήσιμοι στην τεκμηρίωση της συμμόρφωσης των ασθενών με τη θεραπεία.
Τα Ν-Τελοπεπτίδια και τα C-Τελοπεπτίδια (NTx και CTx) είναι πρωτεϊνικά θραύσματα του κολλαγόνου τύπου 1, μιας ουσίας που σχηματίζει σχεδόν το 90% του οργανικού τμήματος του οστού. Τα C- και Ν- τελικά άκρα αυτών των πρωτεϊνών διασταυρώνονται ώστε να παρέχουν την αντοχή που χρειάζονται τα οστά. Όταν υπάρχει απορρόφηση των οστών, τα CTx και τα NTx απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος και στη συνέχεια εκκρίνονται και στα ούρα. Τα επίπεδα αυτών των θραυσμάτων στον ορό έχει δειχθεί ότι συσχετίζονται πολύ καλά με τις αντίστοιχες μετρήσεις τους στα ούρα, αφού βέβαια συν-αξιολογηθεί η κάθαρση κρεατινίνης. Η μέτρηση αυτών των θραυσμάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της απόκρισης στη θεραπεία (μέσα σε 3 έως 6 μήνες) και αποτελούν καλούς δείκτες της οστικής απορρόφησης.
Το Αμινο-τελικό Προπεπτίδιο του Προκολλαγόνου Τύπου 1 (P1NP), όπως και τα NTx, είναι ευθέως ανάλογο προς την ποσότητα των νέου κολλαγόνου που παράγεται από τους οστεοβλάστες. Η συγκέντρωσή του είναι αυξημένη σε ασθενείς με διάφορες παθήσεις των οστών που χαρακτηρίζονται από αυξημένη οστεοβλαστική δραστηριότητα. Η μέτρηση του P1NP αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό δείκτη σχηματισμού νέου οστού και είναι ιδιαίτερα χρήσιμος στην παρακολούθηση των θεραπειών για το σχηματισμό οστού και των αντιαπορροφητικών θεραπειών.
Η Οστεοκαλσίνη ή Οστική Πρωτεΐνη G1α (BGP), είναι μια μη-κολλαγονική πρωτεΐνη του οστού και συντίθεται από τους οστεοβλάστες. Εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος κατά τη διάρκεια της οστικής απορρόφησης και του σχηματισμού των οστών και αποτελεί έναν καλό δείκτη του μεταβολισμού των οστών. Τα επίπεδα της Οστεοκαλσίνης στον ορό συσχετίζονται με την καταστροφή και το σχηματισμό των οστών (ανακύκλωση των οστών). Αυξημένα επίπεδα συνδέονται με αυξημένη οστική απώλεια. Η Οστεοκαλσίνη είναι μια πρωτεΐνη εξαρτώμενη από τη βιταμίνη Κ. Η μειωμένη πρόσληψη της βιταμίνης Κ σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα Οστεοκαλσίνης. Αυτό εξηγεί ίσως και την παθοφυσιολογία της οστεοπόρωσης εξαρτώμενης από την ανεπάρκεια της βιταμίνης Κ.
Η Δεοξυπυριδινολίνη (DPD, D-Pyrilinks) σχηματίζεται στη διάρκεια της ωρίμανσης του κολλαγόνου τύπου 1 κατά τη δημιουργία νέου οστού. Κατά τη διάρκεια της απορρόφησης του οστού, αυτά τα μόρια απελευθερώνονται στην κυκλοφορία και στη συνέχεια αποβάλλονται στα ούρα χωρίς επιπλέον μεταβολισμό.
Το Οστικό Κλάσμα της Αλκαλικής Φωσφατάσης ή αλλιώς Οστάση (BSAP) είναι ένα ισοένζυμο της αλκαλικής φωσφατάσης και βρίσκεται στην κυτταρική μεμβράνη των οστεοβλαστών. Αποτελεί ως εκ τούτου, ένα δείκτη της μεταβολικής κατάστασης των οστεοβλαστών και του σχηματισμού των οστών.
Όλοι αυτοί οι Βιοχημικοί Δείκτες Μεταβολισμού των Οστών δεν μπορούν να εκτιμήσουν τον κίνδυνο κατάγματος των οστών με τον τρόπο που μπορεί να το κάνει η μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η ουσιαστική τους βοήθεια έγκειται στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας της οστεοπώρωσης.
Οι Βιοχημικοί Δείκτες Μεταβολισμού των Οστών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση της δραστηριότητας και της θεραπείας της νόσου Paget των οστών, του υπερπαραθυρεοειδισμού και των οστικών μεταστάσεων. Οι Βιοχημικοί Δείκτες Μεταβολισμού των Οστών έχουν συνήθως υψηλές τιμές σε παιδιά, λόγω της αυξημένης οστικής απορρόφησης που σχετίζεται με την ανάπτυξη και την αναδιαμόρφωση των άκρων των μακρών οστών. Τα επίπεδα υους κορυφώνονται περίπου σε ηλικία 14 ετών και στη συνέχεια μειώνονται σταδιακά σε τιμές ενηλίκων. Επειδή τα οιστρογόνα είναι ένας ισχυρός αναστολέας της οστεοκλαστικής δραστηριότητας (απορρόφησης του οστού), η απώλεια της πυκνότητας των οστών αρχίζει σύντομα μετά την έναρξη της εμμηνόπαυσης. Ως εκ τούτου, τα επίπεδα των βιοχημικών δεικτών αυξάνονται μετά την εμμηνόπαυση.
Τι σημαίνουν οι Παθολογικές Τιμές;
- Αύξηση: Οστεοπόρωση, νόσος Paget των οστών, προχωρημένοι όγκοι των οστών (πρωτοπαθείς ή μεταστατικοί), ακρομεγαλία, υπερπαραθυρεοειδισμός, υπερθυρεοειδισμός.
- Μείωση: Υποπαραθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός, θεραπεία με κορτιζόνη, αποτελεσματική θεραπεία οστεοπόρωσης
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.