Ο έλεγχος της θειικής πρεγνενολόνης είναι μια ειδική εξέταση αίματος που μετρά τα επίπεδα της θειικής πρεγνενολόνης, ενός νευροδραστικού στεροειδούς και βασικού μεταβολίτη που συμμετέχει στην παραγωγή των στεροειδών ορμονών. Η μέτρηση της θειικής πρεγνενολόνης χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση της λειτουργίας των επινεφριδίων και των γονάδων, στη διερεύνηση διαταραχών των ενζύμων που σχετίζονται με την παραγωγή των στεροειδών και στην αξιολόγηση των ανισορροπιών των νευροστεροειδών που μπορούν να επηρεάσουν τη διάθεση, τη γνωστική λειτουργία και τη υγεία του νευρικού συστήματος. Αυτή η εξέταση χρησιμοποιείται συνήθως για τη διάγνωση της συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων (CAH), σπάνιων ελλείψεων ενζύμων καθώς και καταστάσεων που επηρεάζουν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος ή τη ρύθμιση των ορμονών.
Η θειική πρεγνενολόνη είναι η θειική μορφή της πρεγνενολόνης, που παράγεται κυρίως στα επινεφρίδια, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στις γονάδες από τη χοληστερόλη μέσω του μιτοχονδριακού κυτοχρώματος P450, ενός ενζύμου αποκοπής της πλευρικής αλυσίδας (P450scc). Το ένζυμο σουλφοτρανσφεράση, κυρίως το SULT2A1, καταλύει τη μετατροπή της πρεγνενολόνης σε θειική πρεγνενολόνη. Αυτός ο θειωμένος μεταβολίτης είναι πιο υδατοδιαλυτός και βρίσκεται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε σχέση με την ελεύθερη πρεγνενολόνη, ενεργώντας τόσο ως μόριο αποθήκευσης όσο και ως ρυθμιστής της διαθεσιμότητας των στεροειδών ορμονών.
Λειτουργικά, η θειική πρεγνενολόνη είναι γνωστή για τις ρυθμιστικές επιδράσεις της στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αλληλεπιδρά με διάφορα συστήματα νευροδιαβιβαστών, συμπεριλαμβανομένου του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA), του Ν-μεθυλο-D-ασπαρτικού (NMDA) και τους υποδοχείς Σίγμα-1 (σ1). Μέσω αυτών των αλληλεπιδράσεων, η θειική πρεγνενολόνη έχει συνδεθεί με τη ρύθμιση της μνήμης, της διάθεσης, τις διαδικασίες μάθησης και τη νευροπροστασία. Δρα ως αρνητικός αλλοστερικός ρυθμιστής των υποδοχέων GABA-A και ως θετικός ρυθμιστής των υποδοχέων NMDA, επηρεάζοντας έτσι την ισορροπία μεταξύ διεγερτικών και ανασταλτικών σημάτων στον εγκέφαλο. Οι αλλαγές στα επίπεδά της έχουν συσχετιστεί με νευρολογικές διαταραχές όπως η επιληψία, η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια και η γνωστική εξασθένηση.
Ως βασικό ενδιάμεσο στη στεροειδογένεση, η θειική πρεγνενολόνη παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα των ενζύμων όπως την 3β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση (3β-HSD), την 17α-υδροξυλάση και την 21-υδροξυλάση. Τα παθολογικά επίπεδα θειικής πρεγνενολόνης μπορεί να υποδεικνύουν ενζυμικούς αποκλεισμούς στις οδούς σύνθεσης των στεροειδών, όπως σε διάφορες μορφές συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων ή άλλων διαταραχών που διαταράσσουν την παραγωγή στεροειδικών ορμονών σε επινεφρίδια και γονάδες. Επειδή η πρεγνενολόνη είναι ένα πρόδρομο μόριο των γλυκοκορτικοειδών, αλατοκορτικοειδών, ανδρογόνων και οιστρογόνων, η θειική μορφή της χρησιμεύει ως ένας σημαντικός δείκτης για τον εντοπισμό δυσλειτουργιών πριν ακόμη επηρεαστούν οι τελικοί μεταβολίτες.
Ο έλεγχος των επιπέδων της θειικής πρεγνενολόνης είναι επίσης χρήσιμος για την διερεύνηση του ρόλου των νευροστεροειδών σε ψυχιατρικές και νευροεκφυλιστικές διαταραχές. Επιπλέον, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο στεροειδές παρουσιάζει ημερήσια διακύμανση και επηρεάζεται από παράγοντες όπως το στρες, ο ύπνος και διάφορες μεταβολικές καταστάσεις, η μέτρησή του μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των ενδοκρινικών και νευροχημικών αλληλεπιδράσεων, καθώς και των συνολικών επιπτώσεών τους στον οργανισμό.
Τελευταία ενημέρωση: 29/06/2025