Το πεπτίδιο C των ούρων μετράται όταν είναι επιθυμητή η συνεχής αξιολόγηση της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος ή όταν η συχνή αιμοληψία δεν είναι πρακτική (π.χ. σε παιδιά). Η απέκκριση του πεπτιδίου C στα ούρα έχει χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της παγκρεατικής λειτουργίας στο διαβήτη κύησης και σε ασθενείς με ασταθή γλυκαιμικό έλεγχο στον ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη.
Η μέτρηση του πεπτιδίου C στα ούρα πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη για την αξιολόγηση της ενδογενούς έκκρισης ινσουλίνης. Ο ρόλος του σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν ινσουλινοθεραπεία είναι περιορισμένος.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η προϊνσουλίνη μετατρέπεται σε ινσουλίνη στα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Ένα παραπροϊόν αυτής της μετατροπής είναι το πεπτίδιο C (C-Peptide, Connecting Peptide), μια ανενεργή πολυπεπτιδική αλυσίδα 31 αμινοξέων. Τα επίπεδα του πεπτιδίου C συνήθως συνδέονται με την ενδογενή παραγωγή ινσουλίνης και δεν επηρεάζονται από την εξωγενή (φαρμακευτική) χορήγηση ινσουλίνης.
Το C πεπτίδιο εκπληρώνει μια σημαντική λειτουργία στη δομή των δύο αλυσίδων (α- και β-αλυσίδα) της ινσουλίνης και στο σχηματισμό των δύο δισουλφιδικών δεσμών μέσα στο μόριο της προϊνσουλίνης. Η ινσουλίνη και το C-πεπτίδιο εκκρίνονται σε ισομοριακές ποσότητες και απελευθερώνονται στην κυκλοφορία. Καθώς η μισή ινσουλίνη, αλλά σχεδόν καθόλου από το πεπτίδιο C, μεταβολίζεται στο ήπαρ, το πεπτίδιο C έχει μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής από την ινσουλίνη.
Το ήπαρ δεν μεταβολίζει το C-πεπτίδιο, το οποίο απομακρύνεται από την κυκλοφορία από τα νεφρά και αποικοδομείται, με ένα κλάσμα του να απεκκρίνεται αμετάβλητο στα ούρα. Η συγκέντρωση του στα ούρα είναι περίπου 20 έως 50 φορές υψηλότερη από ότι στον ορό.