Η νόσος Refsum, επίσης γνωστή ως ασθένεια αποθήκευσης φυτανικού οξέος, είναι μια σπάνια κληρονομική διαταραχή που ανήκει σε μια ομάδα καταστάσεων που ονομάζονται λευκοδυστροφίες. Χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση φυτανικού οξέος σε διάφορους ιστούς και όργανα, που οδηγεί σε μια σειρά από νευρολογικά και άλλα συμπτώματα. Η νόσος Refsum είναι μια αυτοσωμική υπολειπόμενη διαταραχή, που σημαίνει ότι τα άτομα κληρονομούν δύο μεταλλαγμένα αντίγραφα ενός συγκεκριμένου γονιδίου (γονίδιο PHYH) που σχετίζεται με την πάθηση, ένα από κάθε γονέα. Ο επιπολασμός της νόσου Refsum είναι 1 περίπτωση ανά 1.000.000 άτομα.
Ο γενετικός έλεγχος της νόσου Refsum συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της νόσου Refsum περιλαμβάνουν:
- Συσσώρευση φυτανικού οξέος: Η νόσος Refsum προκαλείται κυρίως από μεταλλάξεις στο γονίδιο PHYH, το οποίο κωδικοποιεί το ένζυμο υδροξυλάση φυτανοϋλο-CoA. Αυτό το ένζυμο συμμετέχει στη διάσπαση του φυτανικού οξέος, ενός λιπαρού οξέος που προέρχεται από τη διατροφή. Σε άτομα με νόσο Refsum, η ανεπάρκεια του ενζύμου οδηγεί στη συσσώρευση φυτανικού οξέος στον οργανισμό.
- Νευρολογικά συμπτώματα: Η συσσώρευση φυτανικού οξέος επηρεάζει το νευρικό σύστημα, οδηγώντας σε μια σειρά από νευρολογικά συμπτώματα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν προοδευτική απώλεια όρασης (λόγω μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδίτιδας), περιφερική νευροπάθεια (νευρική βλάβη στα άκρα), αταξία (δυσκολία συντονισμού και ισορροπίας) και μυϊκή αδυναμία.
- Απώλεια ακοής: Ορισμένοι ασθενείς με νόσο Refsum μπορεί να παρουσιάσουν προβλήματα ακοής.
- Καρδιακή συμμετοχή: Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει καρδιακή συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων αρρυθμιών ή άλλων προβλημάτων που σχετίζονται με την καρδιά.
- Ιχθύωση: Η νόσος Refsum σχετίζεται με μια δερματική πάθηση που ονομάζεται ιχθύωση, η οποία προκαλεί ξηρό και φολιδωτό δέρμα.
- Διαιτητική διαχείριση: Η διαιτητική διαχείριση είναι μια σημαντική πτυχή της θεραπείας. Δεδομένου ότι το φυτανικό οξύ προέρχεται από ορισμένα τρόφιμα, συνιστάται μια δίαιτα χαμηλή σε φυτανικό οξύ. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αποφυγή τροφών πλούσιων σε φυτανικό οξύ, όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το κόκκινο κρέας και ορισμένα ψάρια.
- Πλασμαφαίρεση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πλασμαφαίρεση, μια διαδικασία που αφαιρεί το πλάσμα του αίματος και το αντικαθιστά με ένα υποκατάστατο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των επιπέδων φυτανικού οξέος.
Αν και δεν υπάρχει θεραπεία για τη νόσο Refsum, οι στρατηγικές διαχείρισης στοχεύουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των προσβεβλημένων ατόμων. Η τακτική παρακολούθηση και η ιατρική περίθαλψη είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των ατόμων με νόσο Refsum. Η γενετική συμβουλευτική είναι επίσης σημαντική για τις οικογένειες που επηρεάζονται να κατανοήσουν τον τρόπο κληρονομικότητας και τον κίνδυνο μεταβίβασης της πάθησης στις μελλοντικές γενιές.
Τα κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου του Refsum, όπως η καρδιακή δυσλειτουργία και αυτά από τα οσφρητικά και ακουστικά νεύρα, υποδηλώνουν ότι η υπερβολική συγκέντρωση φυτανικού οξέος θα μπορούσε να προκαλέσει κυτταροτοξικότητα στους ιστούς, ειδικά σε αυτούς με υψηλή παραγωγή ενέργειας (με τη μορφή ATP από την οξείδωση λιπαρών οξέων) όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά.
Η συσσώρευση φυτανικού οξέος σε ασθενείς με νόσο Refsum οφείλεται σε μεταλλάξεις σε δύο γονίδια. Το γονίδιο που επηρεάζεται σε περισσότερες από το 90% των περιπτώσεων Refsum είναι το PHYH, το οποίο κωδικοποιεί το ένζυμο φυτανοϋλ-CoA υδροξυλάση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι το PEX7 που παράγει την πρωτεΐνη PTS2 («υπεροξεισωμικός υποδοχέας σήματος στόχευσης 2») που συμμετέχει στη μεταφορά των ενζύμων στο υπεροξείσωμα.
Ο γενετικός έλεγχος της νόσου Refsum αναλύει τις 5 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου PHYH.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).