Η μεθοτρεξάτη (MTX) είναι ένας χημειοθεραπευτικός παράγοντας και ανοσοκατασταλτικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ποικίλων παθολογικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, των αυτοάνοσων πΘΉΣΕΩΝ και των φλεγμονωδών διαταραχών. Δρα αναστέλλοντας το ένζυμο αναγωγάση του διυδροφυλλικού οξέος, το οποίο είναι απαραίτητο για τη σύνθεση του DNA. Αυτή η αναστολή διαταράσσει την κυτταρική διαίρεση και τον πολλαπλασιασμό, καθιστώντας την αποτελεσματική στη θεραπεία ταχέως διαιρούμενων κυττάρων όπως τα καρκινικά κύτταρα. Η μεθοτρεξάτη χρησιμοποιείται επίσης σε χαμηλότερες δόσεις για τη διαχείριση καταστάσεων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωρίαση και η νόσος του Crohn ρυθμίζοντας το ανοσοποιητικό σύστημα για τη μείωση της φλεγμονής και της δραστηριότητας του ανοσοποιητικού συστήματος. Η εξέταση μετρά τη συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα προκειμένου να εξασφαλισθεί η διατήρηση των θεραπευτικών επιπέδων, η ελαχιστοποίηση της τοξικότητας και η αξιολόγηση της ανάγκης για προσαρμογές της δοσολογίας.
Η μέτρηση των επιπέδων μεθοτρεξάτης στον ορό αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην κλινική πρακτική, ιδίως σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με υψηλές δόσεις μεθοτρεξάτης για τη θεραπεία του καρκίνου. Δεδομένου ότι η μεθοτρεξάτη μεταβολίζεται και αποβάλλεται από τα νεφρά, τα επίπεδα της στον ορό της μπορούν να παρέχουν κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της θεραπείας και τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών, ιδιαίτερα νεφροτοξικότητας και ηπατοτοξικότητας. Η παρακολούθηση των επιπέδων της μεθοτρεξάτης είναι απαραίτητη για την αποφυγή παρενεργειών όπως βλεννογονίτιδα, καταστολή του μυελού των οστών και ηπατική βλάβη, οι οποίες μπορεί να συμβούν όταν οι συγκεντρώσεις του φαρμάκου υπερβαίνουν τα ασφαλή επίπεδα.
Ο έλεγχος των επιπέδων μεθοτρεξάτης συνήθως γίνεται κατά τη διάρκεια θεραπειών καρκίνου, όπως σε περιπτώσεις λευχαιμίας, λεμφώματος ή οστεοσαρκώματος, όπου χρησιμοποιούνται υψηλές δόσεις του φαρμάκου σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να παρακολουθούνται τα επίπεδα μεθοτρεξάτης σε αυτές τις καταστάσεις λόγω του στενού θεραπευτικού πλαισίου του φαρμάκου, γεγονός που σημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ μιας αποτελεσματικής και μιας τοξικής δόσης μπορεί να είναι μικρή. Αυτό απαιτεί συχνές μετρήσεις κατά τη διάρκεια και μετά τη χορήγηση του φαρμάκου, καθώς η μεθοτρεξάτη μπορεί να παραμείνει στον οργανισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, συχνά χορηγούνται χαμηλότερες δόσεις μεθοτρεξάτης και παρακολουθούνται τα επίπεδα στον ορό για να διασφαλιστεί ότι το φάρμακο είναι αποτελεσματικό στον έλεγχο της νόσου και ασφαλές με ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους ασθενείς με προϋπάρχουσες νεφρικές ή ηπατικές παθήσεις να κάνουν τακτικές μετρήσεις μεθοτρεξάτης, καθώς αυτά τα όργανα συμμετέχουν στο μεταβολισμό και την απέκκριση του φαρμάκου.