Ο μεταμορφωτικός αυξητικός παράγοντας βήτα (Transforming Growth Factor Beta, TGF-β) στα ούρα είναι ένας σημαντικός βιοδείκτης για την αξιολόγηση παθολογικών καταστάσεων όπως η ίνωση, η νεφρική λειτουργία και η συστηματική δραστηριότητα ορισμένων νοσημάτων. Ο έλεγχος του TGF-β ούρων, μετρά τα επίπεδα της κυτοκίνης που απεκκρίνεται στα ούρα, προσφέροντας μια μη επεμβατική προσέγγιση για την αξιολόγηση του ρόλου της στην κυτταρική σηματοδότηση και τους μηχανισμούς των νοσημάτων. Η μέτρηση του TGF-β στα ούρα χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη νεφρολογία, την καρδιολογία και την ογκολογία επειδή αντικατοπτρίζει την τοπική και συστηματική δυσλειτουργία των οδών που σχετίζονται με την συγκεκριμένη κυτοκίνη.
Ο TGF-β στα ούρα προέρχεται κυρίως από νεφρικούς ιστούς, όπου παίζει κεντρικό ρόλο στη διατήρηση της κυτταρικής ομοιόστασης και στην ανταπόκριση σε τραυματισμό. Η κυτοκίνη ρυθμίζει διαδικασίες όπως η παραγωγή της εξωκυττάριας μήτρας, η κυτταρική διαφοροποίηση και η ανοσοδιαμόρφωση.
Στους νεφρούς, ο TGF-β είναι ένας κρίσιμος μεσολαβητής της ίνωσης, μιας κοινής οδού που οδηγεί σε χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ). Τα αυξημένα επίπεδα του TGF-β στα ούρα συνδέονται στενά με σπειραματική και σωληναριακή βλάβη, χρησιμεύοντας ως πρώιμος δείκτης νεφρικής βλάβης ακόμη και πριν ανιχνευθεί σημαντική λειτουργική εξασθένηση. Αυτό καθιστά τον TGF-β ούρων σημαντικό βιοδείκτη για τον εντοπισμό ασθενών που διατρέχουν κίνδυνο εξέλιξης της ΧΝΝ ή άλλων επιπλοκών.
Σε ινωτικές ασθένειες, όπως η διαβητική νεφροπάθεια ή η υπερτασική νεφροσκλήρωση, ο TGF-β οδηγεί σε υπερβολική εναπόθεση κολλαγόνου και αναδιαμόρφωση της εξωκυττάριας μήτρας στους νεφρούς. Η παρακολούθηση των επιπέδων του TGF-β στα ούρα βοηθά στην αξιολόγηση της σοβαρότητας της ίνωσης και της αποτελεσματικότητας των αντιινωτικών θεραπειών. Για ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACEi) ή αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ARBs), η μέτρηση του TGF-β στα ούρα μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη θεραπευτική επίδραση στις νεφρικές οδούς σηματοδότησης του TGF-β.
Πέρα από τη νεφρολογία, ο TGF-β ούρων έχει επιπτώσεις σε συστηματικές ασθένειες όπως τις καρδιαγγειακές διαταραχές και τον καρκίνο. Η σηματοδότηση TGF-β συνδέεται στενά με την αγγειακή αναδιαμόρφωση και την ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, διαδικασίες που συμβάλλουν στην υπέρταση και την αθηροσκλήρωση. Ο TGF-β ούρων μπορεί να αντανακλά τις συστηματικές αγγειακές αλλαγές, παρέχοντας μια σύνδεση μεταξύ της νεφρικής λειτουργίας και της καρδιαγγειακής υγείας. Ομοίως, στην ογκολογία, τα αυξημένα επίπεδα TGF-β στα ούρα έχουν διερευνηθεί ως πιθανός βιοδείκτης για καρκίνο της ουροδόχου κύστης και άλλες κακοήθειες, καθώς η συγκεκριμένη κυτοκίνη εμπλέκεται στην εξέλιξη του όγκου, την ανοσοκαταστολή και τις αλληλεπιδράσεις της εξωκυττάριας μήτρας εντός του μικροπεριβάλλοντος του όγκου.
Ο TGF-β ούρων μετράται χρησιμοποιώντας προηγμένες ανοσολογικές δοκιμασίες, όπως η ELISA.