Η μέτρηση της μακροπρολακτίνης στον ορό χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των βιολογικά ενεργών επιπέδων προλακτίνης, σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με αυξημένα επίπεδα προλακτίνης.
Περισσότερες Πληροφορίες
Οι βιολογικές δράσεις της προλακτίνης (PRL), μιας πολυπεπτιδικής ορμόνης, σχετίζονται κυρίως με τη γαλουχία και την αναπαραγωγή. Η υπερπρολακτιναιμία σχετίζεται με την καταστολή του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδων μέσω της αναστολής της παλμικής έκκρισης της ορμόνης απελευθέρωσης της γοναδοτροπίνης (GnRH). Είναι μια από τις πιο συχνές ενδοκρινικές διαταραχές που προκαλούν υπογονιμότητα και εμφανίζεται στο 30-40% των υπογόνιμων γυναικών. Ένα μονομερές με μοριακό βάρος 23 kDa είναι το βιολογικά δραστικό κλάσμα της προλακτίνης. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ισομορφές με χαμηλή ή απούσα βιολογική δραστικότητα, όπως το διμερές ή big-PRL (50 kDa) και η μακροπρολακτίνη. Η πιο κοινή μορφή είναι η μακροπρολακτίνη, η οποία είναι ένα σύμπλεγμα αντισώματος-αντιγόνου προλακτίνης και ανοσοσφαιρίνης G με μοριακό βάρος 150-170 kDa. Η μακροπρολακτίνη μπορεί να ανιχνευθεί με την κλασική εξέταση της προλακτίνης, αλλά απομακρύνεται πιο αργά σε σχέση με την προλακτίνη από την κυκλοφορία του αίματος, οδηγώντας έτσι σε εμφανή υπερπρολακτιναιμία.
Η μακροπρολακτίνη έχει ελάχιστη βιολογική δραστικότητα in-vivo, η οποία πιστεύεται ότι οφείλεται στην αδυναμία του συμπλέγματος υψηλής μοριακής μάζας να διασχίσει τις τριχοειδικές μεμβράνες και να φτάσει στους υποδοχείς προλακτίνης. Η υπερπρολακτιναιμία που αποδίδεται στη μακροπρολακτίνη αποτελεί μια συχνή αιτία λανθασμένης διάγνωσης και κακής διαχείρισης των ασθενών. Η ύπαρξη μακροπρολακτίνης θα πρέπει να διερευνάται εάν υπάρχουν αυξημένα επίπεδα προλακτίνης και ταυτόχρονα απουσιάζουν τα σημεία και τα συμπτώματα της υπερπρολακτιναιμίας ή όταν οι αποικονιστικές εξετάσεις της υπόφυσης δεν είναι διαφωτιστικές. Αρκετές κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η μακροπρολακτιναιμία εμφανίζεται στο 10-42% όλων των περιπτώσεων υπερπρολακτιναιμίας.
Ερμηνεία
Όταν το ποσοστό της προλακτίνης μετά την επεξεργασία με PEG είναι μικρότερο ή ίσο από 40% της αρχικής προλακτίνης (δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από 60% θα έχει κατακριμνησθεί), το δείγμα θεωρείται θετικό για την παρουσία μακροπρολακτίνης.
Όταν το ποσοστό της προλακτίνης μετά την επεξεργασία με PEG υπερβαίνει το ανώτερο όριο αναφοράς και η μακροπρολακτίνη είναι αρνητική, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλες αιτίες για την υπερπρολακτιναιμία.