Η μέτρηση της λυσοζύμης στον ορό χρησιμοποιείται, συνήθως σε συνδυασμό με άλλες εργαστηριακές εξετάσεις, στη διάγνωση της οξείας μυελοκυτταρικής λευχαιμίας ή άλλων λευχαιμιών, της σαρκοείδωσης και της φυματίωσης.
Περισσότερες πληροφορίες
Η λυσοζύμη, γνωστή επίσης ως μουραμιδάση, είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε διάφορα σωματικά υγρά, συμπεριλαμβανομένου του ορού του αίματος. Παίζει σημαντικό ρόλο στο έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα ως φυσικός αντιμικροβιακός παράγοντας. Η λυσοζύμη ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στα ανθρώπινα δάκρυα από τον Αλέξανδρο Φλέμινγκ το 1922. Η λυσοζύμη είναι μια μικρή πρωτεΐνη που αποτελείται από 129 αμινοξέα.
Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση της πεπτιδογλυκάνης, ενός σημαντικού συστατικού των βακτηριακών κυτταρικών τοιχωμάτων. Με τη διάσπαση αυτής της δομής, η λυσοζύμη καταστρέφει το βακτηριακό κυτταρικό τοίχωμα, οδηγώντας στη λύση και το θάνατο των βακτηρίων. Αυτή η δραστηριότητα βοηθά στην προστασία του σώματος από τις βακτηριακές λοιμώξεις.
Εκτός από τις αντιμικροβιακές της ιδιότητες, η λυσοζύμη έχει και άλλους φυσιολογικούς ρόλους. Δρα ως πεπτικό ένζυμο στο γαστρεντερικό σωλήνα, βοηθώντας στη διάσπαση των βακτηριακών κυτταρικών τοιχωμάτων που υπάρχουν στην τροφή. Η λυσοζύμη παίζει επίσης ρόλο στην αναδιαμόρφωση και επισκευή των ιστών, καθώς και στη ρύθμιση του μικροβιώματος του εντέρου. Η λυσοζύμη βρίσκεται σε διάφορες σωματικές εκκρίσεις όπως τα δάκρυα, το σάλιο, τη βλέννα και το μητρικό γάλα και στον ορό σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις. Τα επίπεδα της λυσοζύμης στον ορού επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του γενετικού υποβάθρου, της παρουσίας φλεγμονής και ορισμένων παθολογικών καταστάσεων.
Χαμηλά επίπεδα λυσοζύμης ορού μπορεί να σχετίζονται με καταστάσεις ανοσοανεπάρκειας.
Τα επίπεδα της λυσοζύμης στον ορό μπορούν να αυξηθούν σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις:
- Φλεγμονώδεις καταστάσεις: Τα επίπεδα λυσοζύμης ορού μπορεί να αυξηθούν ως απάντηση στη φλεγμονή. Φλεγμονώδεις διαταραχές όπως η σαρκοείδωση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (π.χ. νόσος του Crohn, ελκώδης κολίτιδα) έχουν συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα λυσοζύμης ορού.
- Λοιμώξεις: Ορισμένες βακτηριακές λοιμώξεις μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των επιπέδων της λυσοζύμης στον ορό.
- Καρκίνος: Ορισμένοι καρκίνοι, ιδιαίτερα αιματολογικές κακοήθειες όπως η λευχαιμία και το λέμφωμα, έχουν συνδεθεί με αυξημένα επίπεδα λυσοζύμης.
- Άλλες καταστάσεις: Τα επίπεδα λυσοζύμης στον ορό μπορεί επίσης να αυξηθούν σε ορισμένες νεφρικές διαταραχές, όπως η χρόνια νεφρική νόσος. Επιπλέον, καταστάσεις που περιλαμβάνουν βλάβη των ιστών, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου ή σοβαρά εγκαύματα, μπορεί να προκαλέσουν παροδική αύξηση των επιπέδων λυσοζύμης.
Τα αυξημένα επίπεδα της λυσοζύμης στον ορό από μόνα τους δεν είναι διαγνωστικά μιας συγκεκριμένης παθολογικής κατάστασης. Συνήθως εξετάζονται σε συνδυασμό με άλλα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα για να βοηθήσουν στη διάγνωση και την παρακολούθηση αυτών των νοσημάτων.