Ο έλεγχος του κολπικού εκκρίματος χρησιμοποιείται για τη διάγνωση, την παρακολούθηση και την εκτίμηση της θεραπείας ασθενών με μυκητιασική κολπίτιδα, βακτηριακή κολπίτιδα, αιδοιοκολπίτιδα, κολπίτιδα καθώς και για πιθανή φορεία εγκύων γυναικών με στρεπτοκόκκους της ομάδας Β.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η φυσιολογική κολπική χλωρίδα αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα μικροοργανισμών, όπως είδη Lactobacillus, στρεπτόκοκκους, εντερόκοκκους και κοαγκουλάση αρνητικούς σταφυλόκοκκους. Τα αναερόβια είδη όπως τα Bacteroides και οι αναερόβιοι κόκκοι, η Gardnerella vaginalis, οι μύκητες, τα κολοβακτηρίδια, το Ureaplasma urealyticum και τα είδη Mycoplasma μπορεί επίσης να αποτελούν τμήμα της φυσιολογικής χλωρίδας, αλλά συχνά ενοχοποιούνται για κολπικές λοιμώξεις.
Μυκητιασική κολπίτιδα
Η μυκητιασική κολπίτιδα ή κολπική καντιντίαση εμφανίζεται όταν διάφορες μεταβολές στο κολπικό περιβάλλον επιτρέπουν την υπερανάπτυξη των μυκήτων, που συχνά υπάρχουν ως μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας. Τα αυξημένα επίπεδα των οιστρογόνων προάγουν την ανάπτυξή τους. Η υπερανάπτυξη μυκήτων παρατηρείται συχνά στις ακόλουθες καταστάσεις:
- Μετά από αντιμικροβιακή θεραπεία
- Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
- Σε ανοσοκατεσταλμένους
- Παχυσαρκία
- Εγκυμοσύνη
- Χρήση αντισυλληπτικών
Αν και η Candida albicans απομονώνεται στο 80-90% των περιπτώσεων κολπικής καντιντίασης, το υπόλοιπο 10-15% των περιπτώσεων περιλαμβάνει τα είδη: C. krusei, C. kefyr, C. tropicalis και C. glabrata. Η μυκητιασική κολπίτιδα συνήθως εμφανίζεται με κνησμό, δυσουρία και λευκωπό έκκριμα, αν και μερικές φορές μπορεί να υπάρχει μόνο ερυθρότητα του βλεννογόνου και πόνος. Λοιμώξεις με άλλα είδη εκτός της Candida albicans, μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία της θεραπείας και εμμένουσες μολύνσεις.
Κολπίτιδα
Η κολπίτιδα μπορεί να προκληθεί από είδη Candida και την τριχομονάδα (Τrichomonas vaginalis). Στα παιδιά, λοιμώξεις που προκαλούνται από β-αιμολυτικούς στρεπτόκοκκους και Staphylococcus aureus είναι αρκετά συνηθισμένες. Οι στρεπτόκοκκοι της ομάδας A μπορεί επίσης να προκαλέσουν κολπίτιδα και πυώδες κολπικό έκκριμα σε ενήλικες. Η ατροφική κολπίτιδα είναι μια σπάνια κατάσταση που συνήθως σχετίζεται με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Η πλειοψηφία των γυναικών με ήπια έως μέτρια ατροφία είναι ασυμπτωματικές. Τα μειωμένα επίπεδα των ενδογενών οιστρογόνων προκαλούν την λέπτυνση του κολπικού επιθηλίου, συμβάλλοντας στη μείωση του γαλακτικού οξέος και αύξηση του κολπικού pH. Αυτή η αλλαγή προκαλεί υπερβολική ανάπτυξη μικτής χλωρίδας και την εξαφάνιση των γαλακτοβακίλλων. Το κολπικό έκκριμα περιέχει πολυμορφοπύρηνα και μικρά στρογγυλά βασικά επιθηλιακά κύτταρα.
Αιδιοκολπίτιδα
Η αιδιοκολπίτιδα παρατηρείται κυρίως σε κορίτσια πριν την εφηβεία, αλλά μπορεί να επηρεάσει γυναίκες κάθε ηλικίας. Η αιδιοκολπίτιδα μπορεί να σχετίζεται με κακή υγιεινή, ερεθισμό του δέρματος λόγω σαπουνιών ή με στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ερεθισμό, πόνο και έκκριμα. Οι αιτιολογικοί παράγοντες της αιδιοκολπίτιδας περιλαμβάνουν:
- Στρεπτόκοκκος ομάδας Α κατά Lancefield
- Staphylococcus aureus
- Candida albicans
- Haemophilus influenzae
- Νeisseria gonorrhoeae
Άλλοι ασυνήθιστοι μικροοργανισμοί που μπορεί να προκαλέσουν αιδοιοκολπίτιδα, συμπεριλαμβάνουν τα είδη Salmonella και Shigella .
Βακτηριακή κολπίτιδα
Η βακτηριακή κολπίτιδα χαρακτηρίζεται από αύξηση των αναερόβιων και μείωση των ειδών Lactobacillus. Η βακτηριακή κολπίτιδα θεωρήθηκε κατά το παρελθόν ως μια ακίνδυνη ανωμαλία. Ωστόσο, τώρα θεωρείται ότι σχετίζεται με ποικίλες λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων και διάφορες επιπλοκές όπως:
- Αμνιονίτιδα
- Ενδομητρίτιδα και πυρετό μετά τον τοκετό
- Πρόωρο τοκετό και χαμηλό βάρος γέννησης
- Πρόωρη ρήξη υμένων
- Σήψη μετά από κολπική υστερεκτομή
- Φλεγμονώδη νόσο της πυέλου
- Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος
Η βακτηριακή κολπίτιδα μπορεί να διαγνωστεί εργαστηριακά εάν υπάρχουν τρία τουλάχιστον, από τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:
- Γκρι-άσπρο, λεπτόρευστο ομοιογενές κολπικό έκκριμα
- Το pH του κολπικού εκκρίματος είναι > 4.5
- Θετική δοκιμασία οσμής αμίνης (απελευθέρωση οσμής ψαριού όταν το κολπικό έκκριμα αναμειγνύεται με 5-10% υδροξείδιο του καλίου)
- Παρουσία κυττάρων Clue στη μικροσκοπική εξέταση
Η φυσιολογική κολπική χλωρίδα συνδέεται με την παρουσία μόνο ειδών Lactobacillus ή παρουσία ελάχιστου αριθμού μορφοτύπων G. vaginalis. Η αλλαγή στην κολπική χλωρίδα που σχετίζεται με την βακτηριακή κολπίτιδα, χαρακτηρίζεται από μείωση των αριθμών των γαλακτοβακίλλων οι οποίοι αντικαθίστανται από μικτή χλωρίδα αερόβιων, αναερόβιων και μικροαερόφιλων ειδών. Οι μικροοργανισμοί που σχετίζονται με τη βακτηριακή κολπίτιδα περιλαμβάνουν:
- Είδη Prevotella
- Gardnerella vaginalis
- Είδη Mobiluncus
- Είδη Peptostreptococcus
- Mycoplasma hominis
Παρόλο που η G. vaginalis συναντάται σταθερά και σε μεγάλο αριθμό γυναικών με βακτηριακή κολπίτιδα, ο μικροοργανισμός μπορεί επίσης να απομονωθεί από το 60% των ασυμπτωματικών γυναικών. Η άμεση εξέταση των κολπικών εκκρίσεων είναι πιο σημαντική για τη διάγνωση της βακτηριακής κολπίτιδας από ότι η απομόνωση της G. vaginalis από αυτά τα δείγματα. Η χρώση Gram των κολπικών επιχρισμάτων (χρησιμοποιώντας τα κριτήρια Nugent ή Hay) είναι η πιο ευαίσθητη μέθοδος για τη εργαστηριακή διάγνωση της βακτηριακή κολπίτιδα καθώς ανιχνεύει και τα Clue κύτταρα και τις πιθανές διαταραχές των βακτηριακών μορφοτύπων που σχετίζονται με τη βακτηριακή κολπίτιδα.
Στρεπτόκοκκοι ομάδας Β κατά Lancefield
Ο στρεπτόκοκκος της ομάδας Β κατά Lancefield (Streptococcus agalactiae) κανονικά αποικίζει τον κόλπο σε πολλές γυναίκες. Κατά την εγκυμοσύνη αυτός ο μικροοργανισμός μπορεί να μολύνει το αμνιακό υγρό, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε νεογνική σηψαιμία, πνευμονία και μηνιγγίτιδα. Οι ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για την εμφάνιση ;στρεπτοκοκκικής λοίμωξης της ομάδας Β πρέπει να ελέγχονται για πιθανή φορεία.
Οι καταστάσεις που θεωρούνται ότι ενέχουν υψηλό κίνδυνο στρεπτοκοκκικής λοίμωξης περιλαμβάνουν:
- Πυρετός κατά τον τοκετό
- Πρόωρος τοκετός
- Πρόωρη ρήξη υμένων
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.