Ο προσδιορισμός των ειδικών IgM αντισωμάτων έναντι του Campylobacter jejuni χρησιμοποιείται κυρίως στη διερεύνηση και παρακολούθηση νοσημάτων όπως το σύνδρομο Guillain-Barré και ορισμένες μορφές αντιδραστικής αρθρίτιδας.
Περισσότερες Πληροφορίες
Το μικροβιακό γένος Campylobacter αποτελείται από βακτήρια που ανήκουν σε περισσότερα από 20 διαφορετικά είδη με παγκόσμια διασπορά και με τουλάχιστον 12 είδη να εμπλέκονται σε νοσήματα στον άνθρωπο. Το Campylobacter jejuni (βρίσκεται σε βοοειδή, χοίρους και πτηνά όπου είναι μη παθογόνο) και το Campylobacter coli (βρίσκεται επίσης σε βοοειδή, χοίρους και πτηνά) είναι τα πιο συχνά. Οι πιο συχνοί τρόποι μετάδοσης είναι αυτός της κοπρανο-στοματικής οδού, με την κατανάλωση μολυσμένης τροφής (πουλερικά, γαλακτοκομικά) ή νερού και την κατανάλωση μη μαγειρευμένου κρέατος. Η λοίμωξη από Καμπυλοβακτηρίδιο δημιουργεί ένα φλεγμονώδες σύνδρομο, μερικές φορές με αιματηρή διάρροια ή δυσεντερία, με κράμπες, πυρετό και πόνο στην κοιλιά. Η μόλυνση είναι συνήθως αυτοπεριοριζόμενη και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αρκετή η συμπτωματική θεραπεία με χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών. Ανεπαρκώς μαγειρεμένα, μολυσμένα πουλερικά και προϊόντα πουλερικών (με εξαίρεση τα αυγά) αποτελούν τις κύριες πηγές μόλυνσης.
Οι κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης από Campylobacter jejuni είναι η οξεία εντερίτιδα που συνοδεύεται από πυρετό (38 - 40°C), κεφαλαλγία, μυαλγία, ανθραλγία και κόπωση. Η νόσος γενικά διαρκεί από μία ημέρα έως μία εβδομάδα. Φυσιολογικά οι μολύνσεις είναι αυτοπεριοριζόμενες, αλλά ένα ποσοστό από 5 έως 10% των προσβεβλημένων ασθενών εμφανίζει υποτροπές. Το σύνδρομο Guillain-Barré (GBS) και η αντιδραστική αρθρίτιδα ανήκουν στις σπάνιες επιπλοκές της μόλυνσης από Campylobacter jejuni .
Οι μολύνσεις από Campylobacter jejuni ανιχνεύονται συνήθως με την απομόνωση του παθογόνου μικροοργανισμού σε δείγματα κοπράνων και αίματος. Τα τελευταία χρόνια, η ορολογική διάγνωση των λοιμώξεων του Campylobacter jejuni εξελίχθηκε σε σημαντική διαγνωστική διαδικασία. Για τη διερεύνηση των σοβαρών επιπλοκών, όπως η αντιδραστική αρθρίτιδα και το σύνδρομο Guillain-Barré, απαιτούνται αξιόπιστες ορολογικές εξετάσεις, καθώς αυτές οι καταστάσεις συνήθως αναπτύσσονται έως τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση με το μικρόβιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καλλιέργεια κοπράνων δεν είναι κατάλληλη αφού συνήθως σε αυτό το χρονικό διάστημα οι προσπάθειες απομόνωσης του μικροβίου είναι ανεπιτυχείς.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.