Η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι του αντιγόνου e του ιού της ηπατίτιδας Β (HBeAb) χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της μολυσματικότητας των φορέων του ιού της ηπατίτιδας Β, για την παρακολούθηση της κατάστασης των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β και για την παρακολούθηση της αντίδρασης των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β που λαμβάνουν αντι-ιική θεραπεία.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β (HBV), έχει μια περίοδο επώασης από 6 έως 23 εβδομάδες (μέσος όρος 17 εβδομάδες). Μεταδίδεται κυρίως με το αίμα και ορισμένες εκκρίσεις του σώματος. Η ηπατίτιδα Β μπορεί να μεταδοθεί και μέσω της χρήσης μολυσμένων βελονών. Αυτή η μορφή ηπατίτιδας είναι πιο σοβαρή από την ηπατίτιδα Α. Προκαλεί βλάβη των ηπατικών κυττάρων και μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και καρκίνο του ήπατος. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση ιντερφερόνης και αντιιικών φαρμάκων σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί ο πολλαπλασιασμός του ιού. Ο εμβολιασμός για τον HBV παρέχει προστασία για 20 και πλέον χρόνια.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β αποτελείται από ένα εξωτερικό περίβλημα που περιβάλλει έναν εσωτερικό «πυρήνα». Το εξωτερικό περίβλημα περιέχει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται αντιγόνο επιφανείας ηπατίτιδας Β (HBsAg) ή αυστραλιανό αντιγόνο. Ο εσωτερικός πυρήνας περιέχει το αντιγόνο πυρήνα της ηπατίτιδας Β (HBcAg). Ο εσωτερικός πυρήνας περιέχει επίσης μια ακόμη πρωτεΐνη που ονομάζεται αντιγόνο e (HBeAg). Ο ανθρώπινος οργανισμός αντιδρά στην παρουσία αυτών των αντιγόνων με την παραγωγή αντισωμάτων εναντίον τους. Έτσι, ο εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει εξετάσεις για την παρουσία των αντιγόνων καθώς και των αντισωμάτων (HBsAb, HBcAb και HBeAb).
Αντίσωμα e Ηπατίτιδας Β (HBeAb, αντι-HBe)
Αυτή η εξέταση προσδιορίζει τα αντισώματα έναντι του αντιγόνου e του ιού της ηπατίτιδας Β. Αυτό το αντίσωμα εμφανίζεται 8 έως 16 εβδομάδες μετά την μόλυνση και συνήθως σηματοδοτεί το τέλος της οξείας φάσης της λοίμωξης. Η παρουσία αυτού του αντισώματος ταυτόχρονα με ένα θετικό αποτέλεσμα στην εξέταση για το επιφανειακό αντιγόνο της ηπατίτιδας Β (HBsAg) συνήθως υποδηλώνει κατάσταση φορείας.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.