Τα 4ης γενεάς αντιδραστήρια ελέγχουν ταυτόχρονα την παρουσία αντισωμάτων (IgG & IgM) έναντι του HIV-1, του HIV-2, του υπότυπου HIV-0 και συγχρόνως την ύπαρξη του Αντιγόνου p24 του ιού. Ο συνδυασμός αυτός έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση κατά περίπου 7 ημέρες του "παραθύρου ορομετατροπής" που υπήρχε στα 3ης γενεάς αντιδραστήρια.
Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανανεπάρκειας (AIDS)
Το AIDS (Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανανεπάρκειας) προκαλείται από τον Iό της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (HIV), έναν ιό της οικογένειας των Ρετροϊών που μπορεί να αναπαράγεται και να μολύνει και άλλα κύτταρα, ακόμη και όταν υπάρχουν αντισώματα έναντι του. Υπάρχουν δύο τύποι του Ιού ης Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας, ο τύπος 1 και ο τύπος 2. Ο HIV-1 είναι ο περισσότερο διαδεδομένος τύπος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ενώ ο HIV-2 ως επί το πλείστον περιορίζεται σε χώρες της δυτικής Αφρικής. Ο ορολογικός έλεγχος προσδιορίζει αντισώματα που αναπτύχθηκαν ως αποτέλεσμα της λοίμωξης από τον HIV-1 ή από τον HIV-2. Υπάρχουν διάφορα στελέχη ιών HIV και όλα προσβάλλουν μια υποομάδα των Τ λεμφοκυττάρων που είναι γνωστή ως Τ κύτταρα «βοηθοί», κύτταρα τα οποία είναι σημαντικά στην κυτταρική ανοσία. Το AIDS προκαλεί ανοσοκαταστολή και ευαισθησία σε μολύνσεις με ευκαιριακούς μικροοργανισμούς όπως η Pneumocystis carinii, η Candida albicans, ο Cryptococcus neoformans, το Mycobacterium, το Toxoplasma gondii, το Cryptosporidium και οι ιοί του απλού έρπητα. Οι πιο σημαντικοί τρόποι μετάδοσης του HIV είναι η άμεση επαφή μεταξύ του αίματος ενός μη μολυσμένου ατόμου με το αίμα ενός μολυσμένου ατόμου και η μετάδοση με τη σεξουαλική επαφή. Έτσι, τα άτομα υψηλού κινδύνου για AIDS περιλαμβάνουν τους σεξουαλικά ενεργούς ομοφυλόφιλους, άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους, χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών που μοιράζονται βελόνες, ασθενείς που έχουν λάβει πολυάριθμες μεταγγίσεις αίματος (π.χ. αιμορροφιλικοί) και νεογέννητα γυναικών με λοίμωξη. Η περίοδος επώασης μπορεί να ξεκινάει από τις 6 ημέρες και να φτάνει σε διάστημα αρκετών ετών.
Ένα άτομο μπορεί να είναι μολυσμένο με τον Ιό της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας για πολλά χρόνια χωρίς να εμφανίζει συμπτώματα, όταν ο ιός βρίσκεται στην μη-αναδιπλασιαζόμενη λανθάνουσα περίοδο. Όταν ο ιός αρχίζει ενεργά την αντιγραφή του, ο ασθενής μπορεί να αναπτύξει AIDS. Σε 2-6 εβδομάδες μετά τη μόλυνση, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν νόσο με συμπτώματα όπως πυρετό, εφίδρωση, κόπωση, αίσθημα κακουχίας, λεμφαδενοπάθεια, πονόλαιμο και μερικές φορές σπληνομεγαλία. Οι ασθενείς μπορεί να παραμένουν ασυμπτωματικοί για μήνες έως χρόνια, ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου.
Εργαστηριακές εξετάσεις για τον ιό HIV
Οι μοριακές ιολογικές εξετάσεις ανιχνεύουν το ειδικό RNA του ιού HIV. Οι μοριακές εξετάσεις μπορεί να εντοπίσουν την HIV λοίμωξη κατά τις πρώτες ημέρες μετά τη μόλυνση. Οι ορολογικές εξετάσεις (αντισώματα HIV) μπορούν να εντοπίσουν την μόλυνση από τον ιό HIV μόνο μετά από περίπου 3 εβδομάδες (για τα αντιδραστήρια 3ης γενεάς). Αυτό το χρονικό διάστημα των 3 εβδομάδων ονομάζεται «παράθυρο ορομετατροπής».
Πολλές διαφορετικές εξετάσεις είναι διαθέσιμες για την ανίχνευση του HIV. Η πιο κοινή εξέταση είναι ο έλεγχος των αντισωμάτων με ανοσοεζυμική τεχνική ή ανοσοχημειοφωταύγεια. Αυτές oι εξετάσεις χρησιμοποιούνται για τον αρχικό έλεγχο για HIV (screening tests), αλλά χρειάζονται επιβεβαιωτικές δοκιμασίες. Οι ανοσολογικές τεχνικές ανιχνεύουν τα αντισώματα έναντι του HIV και ως εκ τούτου θα δώσουν θετικό αποτέλεσμα όταν τα αντισώματα έχουν το χρόνο να σχηματιστούν. Εάν η ανοσολογική εξέταση είναι θετική, η εξέταση επαναλαμβάνεται χρησιμοποιώντας το ίδιο δείγμα αίματος. Εάν η εξέταση είναι και πάλι θετική, τότε χρησιμοποιείται ως μέθοδος επιβεβαίωσης, η μέθοδος Western blot κατά την οποία έχουν χρησιμοποιηθεί τεχνικές ηλεκτροφόρησης για το διαχωρισμό των πρωτεϊνών του HIV, επιτρέποντας έτσι, με πολύ μεγάλη ειδικότητα και ευαισθησία, την ανίχνευση των αντισωμάτων έναντι του ιού. Σε περίπτωση που και η εξέταση επιβεβαίωσης είναι θετική, ο ασθενής θεωρείται ότι έχει ορολογική απόδειξη της HIV λοίμωξης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ορολογική απόδειξη σημαίνει έκθεση στον ιό και ότι ο ιός βρίσκεται στο σώμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και την εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων του AIDS.
Οι μελέτες δείχνουν ότι η συχνότητα των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων σε ένα πληθυσμό χαμηλού επιπολασμού τόσο με τις ανοσολογικές τεχνικές όσο και με το Western blot είναι περίπου 0.0007% και η συχνότητα των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων σε έναν πληθυσμό με υψηλό επιπολασμό της νόσου είναι περίπου 0.3%. Η πιο συνηθισμένη αιτία ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων, είναι το γεγονός ότι γίνεται ο εργαστηριακός έλεγχος στο χρονικό διάστημα μεταξύ λοίμωξης και ορομετατροπής, πριν προλάβουν δηλαδή να δημιουργηθούν τα αντισώματα, μια περίοδος που σπάνια διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες. Η χρησιμοποίηση των αντιδραστηρίων 4ης γενεάς, μειώνει αυτά τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα κατά 80 - 90%.
Η ανίχνευση του Αντιγόνου p24 (ή Πεπτίδιο p24, Πρωτεϊνικό Αντιγόνο Πυρήνα p24 του HIV) μπορεί να είναι θετική 1-2 εβδομάδες και μέχρι περίπου 1 μήνα μετά τη μόλυνση με τον ιό. Το Αντιγόνο p24 είναι ανιχνεύσιμο κατά τη διάρκεια της οξείας (αρχικής) λοίμωξης, μη ανιχνεύσιμο καθώς ο ιός γίνεται λανθάνων και ανιχνεύσιμο πάλι όταν η λοίμωξη εξελίσσεται. Ο ποσοτικός έλεγχος του Αντιγόνου p24 του HIV αποτελεί έναν εναλλακτικό δείκτη για την εξέλιξη της νόσου. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το αντιγόνο συνήθως εξαφανίζεται από το αίμα κατά τη διάρκεια της ασυμπτωματικής φάσης. Η εξέταση για το Αντιγόνο p24 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της αντι-ιικής θεραπείας καθώς και για να διαφοροποιήσει την ενεργό νεογνική λοίμωξη HIV από την παθητική δίοδο των HIV αντισωμάτων από το αίμα της μητέρας. Χρησιμοποιείται επίσης για την ανίχνευση της HIV λοίμωξης πριν από την παραγωγή των αντισωμάτων (ορομετατροπή), για να ανίχνευση του HIV στο αίμα αιμοδοτών καθώς και για την παρακολούθηση της αντιρετροϊκής θεραπείας.
Από 1-6-2017, η Διαγνωστική Αθηνών διέκοψε την εξέταση για το Αντιγόνο p24, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται πλέον στον τυπικό έλεγχο των αντισωμάτων έναντι του HIV με τα 4ης γενεάς αντιδραστήρια.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.