Η γλουταρική οξυαιμία (ή οξυουρία) τύπου 2, γνωστή και ως ανεπάρκεια πολλαπλών ακυλο-CoA αφυδρογονασών (MADD), είναι μια σπάνια κληρονομική μεταβολική διαταραχή που επηρεάζει τον καταβολισμό ορισμένων αμινοξέων και λιπαρών οξέων στο σώμα. Χαρακτηρίζεται από την ανεπάρκεια πολλαπλών ακυλο-CoA αφυδρογονασών, ενζύμων που εμπλέκονται στην επεξεργασία αυτών των ουσιών. Η συχνότητα αυτής της μεταβολικής ανεπάρκειας υπολογίζεται σε 1 στα 250.000 άτομα, με μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ χωρών και εθνοτικών ομάδων. Είναι πιο συχνό στην Κίνα όπου η παρουσία της παραλλαγής c.250G>A έχει συχνότητα 1.35% στην εθνοτική ομάδα των Χαν.
Ο γενετικός έλεγχος της γλουταρικής οξυαιμίας τύπου 2 συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της γλουταρικής οξυαιμίας τύπου 2 περιλαμβάνουν:
- Μεταβολική δυσλειτουργία: Η γλουταρική οξυαιμία τύπου 2 περιλαμβάνει δυσλειτουργία ενζύμων που παίζουν ρόλο στην οξείδωση των λιπαρών οξέων και ορισμένων αμινοξέων. Ως αποτέλεσμα, το σώμα δεν είναι σε θέση να μετατρέψει αποτελεσματικά αυτές τις ουσίες σε ενέργεια.
- Μεταβλητή έναρξη: Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλλουν ευρέως και μπορεί να εμφανιστούν σε διαφορετικές ηλικίες, που κυμαίνονται από τη βρεφική ηλικία έως την ενηλικίωση.
- Νευρομυϊκά συμπτώματα: Τα άτομα με MADD μπορεί να εμφανίσουν αδυναμία, μυϊκό πόνο και άλλα νευρομυϊκά συμπτώματα. Αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολία στην κίνηση και στο συντονισμό των μυών.
- Ηπατική προσβολή: Μπορεί να εμφανιστεί ηπατική προσβολή, που οδηγεί σε ηπατομεγαλία (μεγέθυνση του ήπατος) και ηπατική δυσλειτουργία.
- Καρδιακή συμμετοχή: Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει καρδιακή συμμετοχή, που οδηγεί σε μυοκαρδιοπάθεια και συμπτώματα που σχετίζονται με την καρδιά.
- Δυσμενείς παράγοντες: Τα συμπτώματα μπορεί να προκληθούν ή να επιδεινωθούν από νηστεία, ασθένεια ή άλλους στρεσογόνους παράγοντες.
Η διάγνωση της γλουταρικής οξυαιμίας τύπου 2 περιλαμβάνει βιοχημικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων αναλύσεων αίματος και ούρων για την αξιολόγηση των επιπέδων συγκεκριμένων μεταβολιτών. Ο γενετικός έλεγχος μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση εντοπίζοντας μεταλλάξεις σε γονίδια που σχετίζονται με τη διαταραχή, όπως τα γονίδια ETFA, ETFB και ETFDH.
Η διαχείριση του MADD συνήθως περιλαμβάνει διατροφικές προσαρμογές, συμπεριλαμβανομένης της αποφυγής της νηστείας και της παροχής διατροφής πλούσιας σε υδατάνθρακες. Μπορεί επίσης να συνιστάται η λήψη συμπληρωμάτων με ορισμένους συμπαράγοντες και βιταμίνες. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει συμπλήρωμα ριβοφλαβίνης (βιταμίνη Β2).
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων και η πορεία της διαταραχής μπορεί να διαφέρουν ευρέως μεταξύ των ατόμων με γλουταρική οξυαιμία τύπου 2. Η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη διαχείριση είναι σημαντικές για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων και την πρόληψη των επιπλοκών. Τα άτομα με MADD συχνά απαιτούν συντονισμένη φροντίδα από ειδικό στον μεταβολισμό, γενετικό σύμβουλο και άλλους επαγγελματίες υγείας.
Δεδομένου ότι η γλουταρική οξυαιμία τύπου 2 είναι μια κληρονομική διαταραχή, η γενετική συμβουλευτική είναι σημαντική για τα άτομα που επηρεάζονται και τις οικογένειές τους. Μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πρότυπο κληρονομικότητας, να αξιολογεί τον κίνδυνο να επηρεαστούν παιδιά και να καθοδηγεί τις αποφάσεις οικογενειακού προγραμματισμού.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η γλουταρική οξυαιμία τύπου 2 ή MADD διαφέρει από τη γλουταρική οξυαιμία τύπου 1 στο ότι όχι μόνο παράγεται μια μη φυσιολογική ποσότητα γλουταρικού οξέος, αλλά αυξάνονται και άλλα οξέα όπως το γαλακτικό, το αιθυλομηλονικό, το βουτυρικό, το ισοβουτυρικό, το 2-μεθυλοβουτυρικό και το ισοβαλερικό οξύ. Το MADD είναι το αποτέλεσμα ανεπάρκειας σε ένα από τα 3 ένζυμα που εμπλέκονται στη μεταφορά ηλεκτρονίων στα μιτοχόνδρια και στο μεταβολισμό του ακετυλο-CoA και του γλουταρικού οξέος.
Τα τρία γονίδια που εμπλέκονται στο MADD είναι το ETFDH, το ETFA και το ETFB. Περίπου το 93% των παθογόνων παραλλαγών που σχετίζονται με το MADD βρίσκονται στο ETFDH. Η κλινική εικόνα του MADD λόγω των διαφορετικών διαταραχών σε καθένα από τα τρία γονίδια φαίνεται να είναι δυσδιάκριτη: κυμαινόμενη από ήπιες έως σοβαρές περιπτώσεις, πιθανώς ανάλογα με τη θέση και τη φύση της παραλλαγής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι είναι αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος (πρέπει να υπάρχουν δύο αντίγραφα μιας παθογόνου παραλλαγής για να εμφανιστεί η νόσος), σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αναπτυχθεί σε σύνθετη ετεροζυγωτία (όταν υπάρχει ένα αντίγραφο μετάλλαξης σε ένα χρωμόσωμα και ένα άλλο αντίγραφο μιας διαφορετικής μετάλλαξης από την άλλη).
Ο γενετικός έλεγχος της γλουταρικής οξυαιμίας τύπου 2 αναλύει τις 11 πιο συχνές παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου ETFDH.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στα προς έλεγχο γονίδια και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).