Η μέτρηση των αντισωμάτων IgM έναντι της Francisella tularensis χρησιμοποιείται στη διάγνωση της τουλαραιμίας.
Η Francisella tularensis είναι ένα αερόβιο, Gram αρνητικό, μη κινητό και μη σπορογόνο μικρόβιο. Αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα της τουλαραιμίας, μιας νόσου εξαιρετικά μολυσματικής για ανθρώπους και κουνέλια. Η Francisella tularensis έχει κυκλικό DNA και περιλαμβάνει λιγότερα από 2000 γονίδια. Υπάρχουν αρκετά υποείδη του βακτηρίου που ποικίλλουν ως προς το βαθμό της μολυσματικότητας. Το ιδιαίτερα λοιμογόνο στέλεχος Francisella tularensis τύπου Α βρίσκεται κυρίως στη Βόρεια Αμερική, ενώ το λιγότερο λοιμογόνο στέλεχος Francisella tularensis palaearctica τύπου Β βρίσκεται στην Ευρώπη και την Ασία. Υπάρχουν άλλα δυο μη-λοιμογόνα στελέχη που βρίσκονται στην Κεντρική Ασία.
Η Francisella tularensis χρησιμοποιεί αρθρόποδα ως φορείς για να μολύνει τον άνθρωπο και τα ζώα, αλλά μπορεί επίσης να μεταδίδεται και μέσω του αέρα. Η μόλυνση γίνεται μέσω των βλεννογόνων μεμβρανών του πνεύμονα και της γαστρεντερικής οδού καθώς επίσης και μέσω του δέρματος. Μετά την αρχική μόλυνση, το μικρόβιο μεταναστεύει σε όργανα όπως τους λεμφαδένες, το ήπαρ, το σπλήνα και τους πνεύμονες. Μέσα στον οργανισμό, το βακτήριο μολύνει τα μακροφάγα που το φαγοκυτταρώνουν, πολλαπλασιάζεται και καταστρέφει στην συνέχεια το κύτταρο απελευθερώνοντας νέα βακτήρια έτοιμα να μολύνουν και άλλα κύτταρα.
Η μόλυνση με Francisella tularensis έχει ως αποτέλεσμα μια εξουθενωτική νόσο ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα λοίμωξης. Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο της λοίμωξης, με τον πιο κοινό τύπο, μέσω τσιμπήματος εντόμου, να προκαλεί έλκος στο σημείο του τσιμπήματος που συνοδεύεται από πυρετό, ρίγη, κεφαλαλγία και κόπωση. Η μόλυνση μέσω της εισπνοής προκαλεί τυφοειδή νόσο με πυρετό, κόπωση, απώλεια βάρους και πνευμονία.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο για την τουλαραιμία ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις θεραπεύονται με αντιβιοτικά.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να προκύψουν σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί στο παρελθόν ή πρόσφατα με είδη Brucella. Άλλες λιγότερο συχνές αιτίες διασταυρούμενης αντιδραστικότητας που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν προηγούμενη μόλυνση με είδη Yersinia, Salmonella ή Legionella.
Τα αντισώματα της κατηγορίας IgM μπορεί να είναι ανιχνεύσιμα μόλις 1 εβδομάδα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και μπορεί να παραμείνουν ανιχνεύσιμα για πολλά χρόνια μετά την υποχώρηση της νόσου σε ορισμένους ασθενείς. Επομένως, ένα θετικό αποτέλεσμα για τα IgM μπορεί να μην υποδηλώνει παρούσα ή πρόσφατη λοίμωξη σε ορισμένες περιπτώσεις.