Ο έλεγχος των ολικών αντισωμάτων έναντι του Εχινοκόκκου δεν διενεργείται πλέον από τη Διαγνωστική Αθηνών. Παρακαλούμε δείτε:
- Εχινόκοκκος (Echinococcus sp.), Αντισώματα IgG
- Εχινόκοκκος, Ορολογικός Έλεγχος (E. granulosus & E. multilocularis)
Ο προσδιορισμός των ειδικών αντισωμάτων έναντι του εχνινοκόκκου χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή διάγνωση της εχινοκοκκίασης.
H εχινοκοκκίαση, αναφέρεται επίσης ως υδατίδωση ή υδατίδα κύστη, είναι μια παρασιτική λοίμωξη κοινή μεταξύ ασθενών που έρχονται σε επαφή με πρόβατα ή βοοειδή και επηρεάζει πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως. Τα είδη Echinococcus ανήκουν στους κεστώδεις σκώληκες και τα 2 σημαντικότερα είδη που μολύνουν τους ανθρώπους είναι ο Echinococcus granulosus και ο Echinococcus multilocularis.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή, ο Echinococcus granulosus μπορεί να βρεθεί σε όλο τον κόσμο, σε αγροτικές περιοχές όπου οι σκύλοι μπορεί να τρέφονται με νεκρά μολυσμένα πρόβατα ή βοοειδή ενώ ο Echinococcus multilocularis εντοπίζεται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Οι τελικοί ξενιστές για τον E. granulosus είναι σκύλοι ή άλλα κυνοειδή και οι τελικοί ξενιστές για τον Ε. multilocularis είναι οι αλεπούδες και σε μικρότερο βαθμό άλλα κυνοειδή. Οι ενήλικοι σκώληκες Echinococcus βρίσκονται στο λεπτό έντερο των τελικών ξενιστών και απελευθερώνουν τα αυγά τους που περνούν στα κόπρανα και που μπορεί να καταπωθούν από έναν ενδιάμεσο ξενιστή, συνήθως πρόβατα ή βοοειδή στην περίπτωση του E. granulosus ή μικρά τρωκτικά στην περίπτωση του E. multilocularis. Τα αυγά εκκολάπτονται στο λεπτό έντερο απελευθερώνοντας του εχινοκόκκους που διεισδύουν στο εντερικό τοίχωμα και μεταναστεύουν μέσα από το κυκλοφορικό σύστημα σε διάφορα όργανα όπου αναπτύσσονται οι κύστεις. Ο τελικός ξενιστής μολύνεται μετά την κατάποση αυτών των μολυσματικών κύστεων. Οι άνθρωποι γίνονται μολύνονται τυχαία μετά από την κατάποση των αυγών του Echinococcus.
Στους ανθρώπους, οι κύστες του E. granulosus αναπτύσσονται συνήθως στους πνεύμονες και το ήπαρ και η λοίμωξη μπορεί να παραμείνει σιωπηλή ή λανθάνουσα για χρόνια (5-20 χρόνια) πριν από τη αύξηση του μεγέθους της κύστης και την εκδήλωση συμπτωμάτων. Οι συμπτωματικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν πόνο στο στήθος, αιμόπτυση και βήχα στην περίπτωση της πνευμονικής συμμετοχής και κοιλιακό πόνο και απόφραξη του χοληφόρου πόρου στην περίπτωση της ηπατικής μόλυνσης. Η λοίμωξη από E. multilocularis εμφανίζεται ταχύτερα σε σχέση με αυτή του E. granulosus και εκδηλώνεται με κοιλιακό πόνο και απόφραξη των χοληφόρων. Η ρήξη των κύστεων μπορεί να προκαλέσει πυρετό, κνίδωση και αναφυλακτικό σοκ.
Η διάγνωση των εχινοκοκκικών λοιμώξεων βασίζεται στα χαρακτηριστικά ευρήματα με υπερηχογράφημα ή άλλες απεικονιστικές τεχνικές και στον ορολογικό έλεγχο. Είναι σημαντικό ότι τα μολυσμένα άτομα δεν αποβάλουν αυγά του παρασίτου στα κόπρανα.
Η χειρουργική εκτομή της κύστης αποτελεί τη θεραπεία εκλογής. Η απομάκρυνση της κύστης δεν μειώνει δραματικά τον τίτλο των αντισωμάτων τα οποία μπορεί να επιμένουν για χρόνια.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να παρουσιαστούν σε ασθενείς με ιστορικό κίρρωσης, νόσο του κολλαγόνου, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο ή σχιστοσωμίαση.