Η διαστροφική δυσπλασία είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που επηρεάζει κυρίως την ανάπτυξη των οστών και του χόνδρου. Ταξινομείται ως τύπος σκελετικής δυσπλασίας, η οποία είναι μια ομάδα καταστάσεων που χαρακτηρίζονται από ανώμαλη ανάπτυξη οστών και χόνδρων. Η διαστροφική δυσπλασία εμπίπτει συγκεκριμένα στην υποομάδα υων διαταραχών που είναι γνωστές ως σύνδρομα βραχείας πλευράς-πολυδακτυλίας. Ο συνολικός επιπολασμός της εκτιμάται σε 1 περίπτωση ανά 100.000 άτομα. Αν και υπάρχει σε όλους σχεδόν τους πληθυσμούς, είναι πιο διαδεδομένη στον φινλανδικό πληθυσμό όπου έχουν εντοπιστεί τα περισσότερα κρούσματα.
Ο γενετικός έλεγχος της διαστροφικής δυσπλασίας συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Μερικά βασικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά της διαστροφικής δυσπλασίας είναι:
- Κοντό ανάστημα: Τα άτομα με διαστροφική δυσπλασία έχουν συνήθως μικρό ανάστημα λόγω της ανώμαλης ανάπτυξης των οστών.
- Παραμορφώσεις αρθρώσεων: Οι παραμορφώσεις των αρθρώσεων είναι συχνές και οι ασθενείς μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα γόνατα, τα ισχία και άλλες αρθρώσεις. Οι παραμορφώσεις του ποδιού και του χεριού είναι επίσης συχνές.
- Χαρακτηριστικά προσώπου: Τα άτομα με διαστροφική δυσπλασία μπορεί να έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της επίπεδης, ευρείας ρινικής γέφυρας, της μικρής, ιδιαίτερης μύτης και των αυτιών που συχνά περιγράφονται ως σχήμα κουνουπιδιού.
- Σκολίωση: Μπορεί να εμφανιστούν ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης όπως η σκολίωση (καμπυλότητα της σπονδυλικής στήλης) σε άτομα με διαστροφική δυσπλασία.
- Πολυδακτυλία: Μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν επιπλέον δάχτυλα χεριών ή ποδιών, αν και αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι ανευρίσκεται πάντα.
- Προβλήματα ακοής και ακοής: Οι ανωμαλίες του αυτιού και η απώλεια ακοής είναι συχνές σε ασθενείς με διαστροφική δυσπλασία.
- Λυκόστομα: Η σχιστία της υπερώας, μια κατάσταση όπου υπάρχει ένα άνοιγμα ή κενό στην οροφή του στόματος, μπορεί να σχετίζεται με αυτή τη διαταραχή.
- Πόνος στις αρθρώσεις: Τα άτομα με διαστροφική δυσπλασία μπορεί να εμφανίζουν πόνο στις αρθρώσεις και δυσκαμψία, γεγονός που μπορεί να επηρεάζει την κινητικότητα.
Η διαχείριση της διαστροφικής δυσπλασίας περιλαμβάνει μια διεπιστημονική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της ορθοπεδικής φροντίδας, της φυσικοθεραπείας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, των χειρουργικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των σκελετικών και αρθρικών προβλημάτων. Η γενετική συμβουλευτική μπορεί επίσης να προσφερθεί στις οικογένειες για να κατανοήσουν τον κίνδυνο υποτροπής σε μελλοντικές εγκυμοσύνες. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων μπορεί να ποικίλει μεταξύ των ατόμων με διαστροφική δυσπλασία. Η έγκαιρη παρέμβαση και η υποστηρικτική φροντίδα μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των προσβεβλημένων ατόμων.
Η διαστροφική δυσπλασία προκαλείται από παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο SLC26A2, το οποίο εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό στους χόνδρους και κωδικοποιεί μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη που μεταφέρει θειικά ιόντα στα κύτταρα του χόνδρου (χονδροκύτταρα). Η μεταφορά θειικών ιόντων στα χονδροκύτταρα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση επαρκούς θείωσης των πρωτεογλυκανών, οι οποίες είναι συστατικά της εξωκυττάριας ουσίας που παράγονται από τα ίδια τα χονδροκύτταρα και τα οποία συγκρατούν το νερό, διατηρώντας τη συνοχή του ιστού του χόνδρου. Η μεταβολή της δραστηριότητας του θειικού μεταφορέα προκαλεί εξάντληση των ενδοκυττάριων θειικών ιόντων, οδηγώντας σε ανεπαρκώς θειωμένες πρωτεογλυκάνες. Ο τρόπος κληρονομικότητας είναι συνήθως αυτοσωμικός υπολειπόμενος, γεγονός που σημαίνει ότι και οι δύο γονείς πρέπει να φέρουν ένα μεταλλαγμένο γονίδιο για να επηρεαστεί ένα παιδί.
Οι πιο κοινές παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο SCL26A2 είναι οι c.835C>T, c.532C>T, c.1957T>A και c.-26+2T>C (IVS1+2T>C), αντιπροσωπεύοντας περίπου το 70% όλων των παθογόνων αλληλόμορφων. Από αυτές τις 4 παραλλαγές, η c.835C>T είναι η πιο κοινή. Η παραλλαγή c.-26+2T>C αντιπροσωπεύει το 8% των παθογόνων αλληλόμορφων και είναι η κυρίαρχη παραλλαγή στον φινλανδικό πληθυσμό. Έχει παρατηρηθεί ότι το 90% των περιπτώσεων διαστροφικής δυσπλασίας στη Φινλανδία είναι φορείς του c.-26+2T>C. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί όταν ένα άτομο έχει δύο αντίγραφα της ίδιας παθογόνου παραλλαγής στο SCL26A2 (π.χ. δύο αντίγραφα του c.-26+2T>C) και επίσης όταν φέρει ένα αντίγραφο δύο διαφορετικών παθογόνων παραλλαγών στο SCL26A2 (π.χ. ένα αντίγραφο του c.835C>T μαζί με ένα αντίγραφο του c.-26+2T>C με αποτέλεσμα τη μέτρια εκδήλωση της νόσου).
Ο γενετικός έλεγχος της διαστροφικής δυσπλασίας, αναλύει τις 4 συχνότερες παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου SCL26A2.
Με την συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιείται στην γενετική ανάλυση, αναλύονται μόνον οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου που αναφέρονται και που βιβλιογραφικά είναι οι σημαντικότερες και οι πιο συχνές. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν και άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο προς έλεγχο γονίδιο και που δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν με την συγκεκριμένη μέθοδο. Για αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης όπως π.χ. η αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).