Το Clostridium difficile, ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας της σχετιζόμενης με αντιβιοτικά διάρροιας και της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας, αποτελεί επίσης την κύρια αιτία νοσοκομειακής διάρροιας. Η χρήση αντιβιοτικών όπως η κλινδαμυκίνη, οι κεφαλοσπορίνες και η αμπικιλλίνη διαταράσσει τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα (εντερικό μικροβίωμα), προδιαθέτοντας τους ασθενείς σε αποικισμό από το C. difficile, γεγονός που συμβαίνει κυρίως σε νοσοκομειακούς χώρους.
Αυτός ο μικροοργανισμός υπάρχει στο 50% περίπου των νεογνών (ασυμπτωματική φορεία) και στο 20% των νοσηλευόμενων ασθενών αλλά μόνο στο 2% των υγιών ενηλίκων. Στην πραγματικότητα, οι ασυμπτωματικοί φορείς είναι περισσότεροι από τους συμπτωματικούς ασθενείς. Επομένως, το υψηλό επίπεδο των υγιών φορέων μεταξύ των νοσηλευόμενων ασθενών σε συνδυασμό με την παρουσία ασθενών υπό αντιβιοτική θεραπεία εξηγεί το υψηλό ποσοστό νοσοκομειακής διάρροιας που σχετίζεται με το Clostridium difficile.
Η παθογένεια αυτού του οργανισμού σχετίζεται με την παραγωγή δύο τοξινών, της τοξίνης Α (TcdA) και της τοξίνης Β (TcdB), που εμπλέκονται και οι δύο σε βλάβη του βλεννογόνου. Τα μη τοξινογόνα στελέχη δεν είναι παθογόνα. Τα περισσότερα στελέχη παράγουν και τις δύο τοξίνες, αλλά έχουν αναφερθεί παθογόνα στελέχη C. difficile που παράγουν μόνον την τοξίνη Β.
Η ανίχνευση της τοξίνης Β με τον προσδιορισμό κυτταροτοξικότητας σε κυτταρο-καλλιέργειες αποτελεί τη μέθοδος αναφοράς για την ανίχνευση του C. difficile σε δείγματα κοπράνων. Αυτή η μέθοδος είναι αποτελεσματική, αλλά απαιτεί 24 έως 48 ώρες για να ολοκληρωθεί ενώ δεν μπορεί να διενεργηθεί παρά μόνο σε πολύ μεγάλα και κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια αναφοράς. Οι ενζυμικές ανοσοδοκιμασίες (EIA) και τα ανοσοχρωματογραφικά τεστ χρησιμοποιούνται επίσης για την ανίχνευση των τοξινών. Ωστόσο, αυτές οι μέθοδοι δεν είναι τόσο ευαίσθητες όσο η δοκιμασία κυτταροτοξικότητας.
Ο μοριακός έλεγχος χρησιμοποιώντας την PCR πραγματικού χρόνου (RT-PCR) για την ταχεία ανίχνευση όλων των τοξινογόνων στελεχών C. difficile απευθείας από δείγματα κοπράνων είναι μια απλή, γρήγορη και ειδική διαγνωστική εξέταση, εξαιρετικά χρήσιμη στον κλινικό ιατρό για τη χορήγηση μιας αποτελεσματικής θεραπείας στην αρχή της λοίμωξης για την αποφυγή επιπλοκών.
Ο μοριακός έλεγχος για τις τοξίνες Α και Β του Clostridium difficile, βασίζεται στην ενίσχυση των γονιδίων που κωδικοποιούν τις τοξίνες Α και Β, τους κύριους παράγοντες λοιμογόνου δράσης αυτού του μικροβίου.