Το Atopobium vaginae είναι μια από τις συχνότερες αιτίες βακτηριακής κολπίτιδας. Βρίσκεται σε ποσοστό 80% γυναικών που πάσχουν από αναερόβια κολπίτιδα και εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του στη μετρονιδαζόλη, αποτελεί βασική αιτία αποτυχίας της θεραπείας της κολπίτιδας.
Η βακτηριακή κολπίτιδα είναι η πιο κοινή κολπική διαταραχή σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση του υγιούς, κολπικού μικροβιώματος που κυριαρχείται από τους γαλακτοβάκιλλους, από αναερόβια και δυνητικά αναερόβια μικρόβια (κολπική δυσβίωση). Η βακτηριακή κολπίτιδα αυξάνει τον κίνδυνο νόσης από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και σχετίζεται με επιπλοκές της εγκυμοσύνης. Αν και η σύνθεση των βακτηρίων των ασθενών με κολπίτιδα ποικίλει, υπάρχουν μερικά είδη όπως τα Gardnerella, Atopobium, Mycoplasma, Sneathia, Megasphera, Dialister κλπ., τα οποία απαντώνται συχνότερα.
Το Atopobium vaginae συνδέθηκε αιτιολογικά με τη βακτηριακή κολπίτιδα μόλις το 2004. Το Atopobium vaginae είναι αναερόβιοι, μικροί, επιμήκεις, θετικοί κατά Gram κόκκοι και μπορεί να εμφανίζονται μεμονωμένοι, σε ζεύγη ή σε μικρές αλυσίδες. Αυτή η μεταβλητή κυτταρική μορφολογία μπορεί να εξηγήσει γιατί το Atopobium vaginae είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναγνωρισθεί σε μια χρώση Gram. Είναι επίσης εξαιρετικά απαιτητικό σε μικροθρεπτικά στοιχεία ενώ ταυτόχρονα η πολύ αργή ανάπτυξη του στα καλλιεργητικά υλικά, καθιστούν αδύνατη την απομόνωση και ταυτοποίηση του με τις κλασικές μικροβιολογικές καλλιέργειες.
Το Atopobium vaginae είναι ανθεκτικό στη μετρονιδαζόλη, είναι ωστόσο ευαίσθητο στην κλινδαμυκίνη και στο νεότερο αντιμικροβιακό, τη νιφουρατέλη.
Το Atopobium vaginae έχει ανιχνευθεί με μοριακό έλεγχο (PCR) στο 96% των γυναικών με βακτηριακή κολπίτιδα και μόνο στο 12 έως 20% των ασυμπτωματικών γυναικών. Το Α. vaginae μαζί με την Gardnerella vaginalis βρίσκονται στο 78% έως 96% των ασθενών με αναερόβια βακτηριακή κολπίτιδα και μόνο στο 5 έως 10% φυσιολογικών γυναικών.
Η ανάλυση της σύνθεσης και οργάνωσης του βιοφίλμ που υπάρχει στον κολπικό βλεννογόνο σε ασθενείς με βακτηριακή κολπίτιδα έδειξε ότι στο 70% των δειγμάτων, υπήρχε το Α. vaginae. Η παρουσία του A. vaginae στο βιοφίλμ σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητά του στη μετρονιδαζόλη μπορεί να εξηγήσει τις θεραπευτικές αποτυχίες και τις υποτροπές της βακτηριακής κολπίτιδας. Εκτός από κολπίτιδα, περιστασιακά έχει συνδεθεί και με γυναικολογικές-μαιευτικές επιπλοκές (συμπεριλαμβανομένης της φλεγμονώδους νόσου της πυέλου, της ενδομητρίτιδας, των σαλπιγγίτιδας και του πρόωρου τοκετού), ενώ σπανιότερα αναφέρεται ως αιτία βακτηριαιμίας και εν τω βάθει λοιμώξεων.
Το Atopobium vaginae, όπως και η Gardnerella vaginalis και η Prevotella bivia, αποτελούν μικρόβια που μπορεί να πυροδοτήσουν έντονα συμπτώματα φλεγμονής και αποκρίσεων του ανοσοποιητικού συστήματος στο κολπικό επιθήλιο.
Στη Διαγνωστική Αθηνών ο έλεγχος για την παρουσία του Atopobium vaginae στο ουροποιογεννητικό σύστημα μπορεί να γίνει μεμονωμένα αλλά και συνδυαστικά μαζί με άλλους μικροοργανισμούς, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, στις παρακάτω εργαστηριακές εξετάσεις: