Η μέτρηση της ενζυμικής δραστηριότητας της απαμινάσης της αδενοσίνης (ADA) αποτελεί εξειδικευμένο βιοχημικό έλεγχο που χρησιμοποιείται σε διάφορα βιολογικά υγρά, κυρίως στο πλευριτικό υγρό, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ή στον ορό. Η εξέταση εφαρμόζεται κυρίως στο πλαίσιο διαγνωστικής διερεύνησης παθήσεων που χαρακτηρίζονται από ενεργοποίηση της κυτταρικής ανοσίας, όπως η φυματίωση, ιδιαίτερα στις εξωπνευμονικές μορφές της, όπως η φυματιώδης πλευρίτιδα ή μηνιγγίτιδα. Αυξημένα επίπεδα απαμινάσης της αδενοσίνης συνδέονται συνήθως με καταστάσεις έντονης διέγερσης των Τ-λεμφοκυττάρων, καθιστώντας την εξέταση έναν έμμεσο αλλά αξιόπιστο δείκτη της κυτταρικής ανοσολογικής δραστηριότητας.
Η απαμινάση της αδενοσίνης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των πουρινών, καθώς καταλύει την απαμίνωση της αδενοσίνης προς ινοσίνη, διαδικασία απαραίτητη για τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των λεμφοκυττάρων, ιδίως των Τ-κυττάρων. Η αυξημένη δραστηριότητα της ADA αντικατοπτρίζει ενισχυμένη ανοσολογική απόκριση και παρατηρείται συχνά σε λοιμώξεις με κοκκιωματώδη φλεγμονή, όπως η φυματίωση. Υψηλές συγκεντρώσεις ADA καταγράφονται επίσης σε ορισμένες λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές, αυτοάνοσα νοσήματα και σε ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις. Για παράδειγμα, επίπεδα ADA στο πλευριτικό υγρό που υπερβαίνουν τις φυσιολογικές τιμές μπορούν να υποστηρίξουν την υπόνοια φυματιώδους πλευρίτιδας, όταν τα κλινικά ή ακτινολογικά ευρήματα δεν είναι ειδικά.
Αντίθετα, χαμηλή δραστηριότητα ADA θεωρείται συνήθως φυσιολογική ή μπορεί να παρατηρηθεί σε ανοσοκατεσταλμένες καταστάσεις όπου η λειτουργία των Τ-κυττάρων είναι μειωμένη. Σε σπάνιες συγγενείς ανοσοανεπάρκειες, όπως η σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια (SCID), η έλλειψη ADA αποτελεί χαρακτηριστικό εύρημα και οδηγεί σε σοβαρή δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η απαμινάση της αδενοσίνης δεν αποτελεί ειδικό δείκτη για κάποια μεμονωμένη πάθηση, αλλά παρέχει κρίσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες για τη διαγνωστική εκτίμηση, ιδίως όταν συνεκτιμάται με άλλα εργαστηριακά και κλινικά δεδομένα. Η σημασία της έγκειται στην ευαισθησία της στην ενεργοποίηση της ανοσίας, γεγονός που την καθιστά χρήσιμη για τη διαφορική διάγνωση λοιμωδών και μη λοιμωδών αιτίων συσσώρευσης υγρών στις σωματικές κοιλότητες.