Η ανεπάρκεια βιοτινιδάσης είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του σώματος να ανακυκλώνει και να επαναχρησιμοποιεί τη βιοτίνη, μια υδατοδιαλυτή βιταμίνη του συμπλέγματος Β. Αυτή η ανεπάρκεια προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο BTD, το οποίο παρέχει οδηγίες για την παραγωγή του ενζύμου βιοτινιδάση. Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιοτινιδάσης εκτιμάται σε 1 στα 61.000 άτομα και η συχνότητα των φορέων στο γενικό πληθυσμό είναι περίπου 1 στα 120 άτομα.
Ο γενετικός έλεγχος της ανεπάρκεια βιοτινιδάσης συμπεριλαμβάνεται στον Γενετικό Έλεγχο των Μονογονιδιακών Νοσημάτων της Διαγνωστικής Αθηνών μαζί με άλλα περίπου 100 κληρονομικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων η κυστική ίνωση (71 μεταλλάξεις) και ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού (γονίδια BRCA1 415 μεταλλάξεις & BRCA2 419 μεταλλάξεις).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ανεπάρκειας βιοτινιδάσης περιλαμβάνουν:
- Βλάβη στην ανακύκλωσης βιοτίνης: Η βιοτινιδάση είναι απαραίτητη για την ανακύκλωση της βιοτίνης, μιας βιταμίνης που παίζει κρίσιμο ρόλο σε διάφορες μεταβολικές διεργασίες. Όταν η βιοτινιδάση είναι ανεπαρκής, το σώμα δεν μπορεί να ανακυκλώσει αποτελεσματικά και να επαναχρησιμοποιήσει τη βιοτίνη.
- Συμπτώματα ανεπάρκειας βιοτίνης: Χωρίς επαρκή βιοτίνη, διάφορα ένζυμα απαραίτητα για τις μεταβολικές λειτουργίες δεν λειτουργούν σωστά. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν δερματικά εξανθήματα, τριχόπτωση, επιληπτικές κρίσεις, καθυστέρηση της ανάπτυξης, υποτονία (χαμηλός μυϊκός τόνος) και νευρολογικές ανωμαλίες.
- Ηλικία έναρξης: Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας βιοτινιδάσης μπορεί να εκδηλωθούν σε διαφορετικές ηλικίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν κατά τη βρεφική ή πρώιμη παιδική ηλικία.
- Σοβαρότητα συμπτωμάτων: Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων μπορεί να ποικίλει ευρέως και κυμαίνεται από ήπια έως πολύ σοβαρή. Πρώιμες και σοβαρές μορφές μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές νευρολογικές επιπλοκές εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.
- Έλεγχος νεογνών: Η ανεπάρκεια βιοτινιδάσης περιλαμβάνεται συχνά στα προγράμματα ελέγχου των νεογνών σε πολλές χώρες. Η έγκαιρη ανίχνευση μέσω του ελέγχου νεογνών επιτρέπει την έγκαιρη παρέμβαση και θεραπεία, αποτρέποντας ή ελαχιστοποιώντας την εμφάνιση συμπτωμάτων.
- Θεραπεία με συμπληρώματα βιοτίνης: Ο στυλοβάτης της θεραπείας για την ανεπάρκεια της βιοτινιδάσης είναι η χορήγηση συμπληρωμάτων βιοτίνης. Η λήψη συμπληρωμάτων βιοτίνης βοηθά στην αντιστάθμιση της έλλειψης της ανακύκλωσης και εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα βιοτίνης για τις βασικές μεταβολικές διεργασίες. Απαιτείται συνήθως η δια βίου λήψη βιοτίνης για την αποτελεσματική διαχείριση της κατάστασης. Η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων βιοτίνης αποτελούν σημαντικά συστατικά της μακροπρόθεσμης διαχείρισης.
Η γενετική συμβουλευτική συνιστάται για οικογένειες που πάσχουν από ανεπάρκεια βιοτινιδάσης. Η κατανόηση του κληρονομικού προτύπου και η αξιολόγηση του κινδύνου για τις μελλοντικές γενιές είναι ουσιαστικής σημασίας.
Η έγκαιρη διάγνωση και η έγκαιρη έναρξη της συμπλήρωσης βιοτίνης είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της ανάπτυξης συμπτωμάτων και επιπλοκών που σχετίζονται με ανεπάρκεια βιοτινιδάσης. Η τακτική παρακολούθηση και η τήρηση των σχεδίων θεραπείας συμβάλλουν στα βέλτιστα αποτελέσματα για τα άτομα με αυτή την πάθηση.
Η ανεπάρκεια βιοτινιδάσης, που προκαλείται από παθογόνες παραλλαγές στο γονίδιο BTD, ακολουθεί έναν αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας. Μέχρι σήμερα, έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 200 παραλλαγές που σχετίζονται με αυτό το σύνδρομο. Αυτές οι παραλλαγές που προκαλούν ολική ή σχεδόν ολική απώλεια της λειτουργίας της βιοτινιδάσης όταν βρίσκονται σε ομοζυγωτία (δύο αντίγραφα της ίδιας παραλλαγής) ή σύνθετη ετεροζυγωτία (δύο αντίγραφα διαφορετικών παθογόνων παραλλαγών σε διαφορετικά χρωμοσώματα) οδηγούν σε μεγάλη ανεπάρκεια βιοτινιδάσης.
Πέντε μεταλλάξεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των αλληλόμορφων που βρέθηκαν σε συμπτωματικά άτομα ή κατά το νεογνικό έλεγχο: c.98_104del7ins3, c.1308A>C, c.1552C>T, c.1330G>C και c.451G>A.
Η παραλλαγή c.1552C>T έχει αναφερθεί τόσο σε ομοζυγωτία όσο και σε ετεροζυγωτία σε περιπτώσεις μεγάλης ανεπάρκειας. Οι προσβεβλημένοι ασθενείς παρουσιάζουν πολύ χαμηλή δραστικότητα βιοτινιδάσης ορού (κάτω από 10%).
Η παραλλαγή c.1330G>C προκαλεί μείωση της ενζυμικής δραστηριότητας με αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων βιοτίνης στο πλάσμα κατά 50%. Έχει βρεθεί σε ασθενείς τόσο σε ομοζυγωτία όσο και σε σύνθετη ετεροζυγωτία όπως, για παράδειγμα, σε συνδυασμό με την c.451G>A.
Από την άλλη, μία από τις πιο κοινές παραλλαγές (βρίσκεται στο 28% των προσβεβλημένων) προκαλώντας μεγάλη ανεπάρκεια βιοτινιδάσης, είναι η 1308A>C.
Ο γενετικός έλεγχος της ανεπάρκειας βιοτινιδάσης αναλύει τις 19 συχνότερες παθογόνες μεταλλάξεις του γονιδίου BTD.
Με την τεχνική που χρησιμοποιείται για τον γενετικό έλεγχο αναλύονται μόνο οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις του γονιδίου, οι οποίες είναι οι σημαντικότερες και συχνότερες στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πιθανό να υπάρχουν άλλες γονιδιακές ή χρωμοσωμικές μεταλλάξεις στο γονίδιο που πρόκειται να ελεγχθούν, οι οποίες δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν με αυτή τη μέθοδο. Διαφορετικές τεχνικές ανάλυσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αυτές τις περιπτώσεις, όπως, π.χ., αλληλούχιση επόμενης γενιάς (NGS).