Η αναλογία αλδοστερόνης-ρενίνης (ΑΑΡ) είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος για τον έλεγχο του πρωτοπαθή αλδοστερονισμού. Ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός εμφανίζεται όταν η παραγωγή αλδοστερόνης είναι χωρίς λόγο υψηλή σε σχέση με επίπεδα νατρίου του ασθενούς. Η εξέταση της αναλογίας αλδοστερόνης προς ρενίνη προσδιορίζεται με μέτρηση τόσο των επιπέδων αλδοστερόνης όσο και της ρενίνης.
Ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός ορίζεται ως μια ομάδα διαταραχών στις οποίες η παραγωγή αλδοστερόνης είναι απρόσφορα υψηλή, σχετικά αυτόνομη και δεν καταστέλλεται με την αύξηση των επιπέδων του νατρίου. Αυτή η ακατάλληλη παραγωγή αλδοστερόνης μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακές βλάβες, καταστολή της ρενίνης του πλάσματος, υπέρταση, κατακράτηση νατρίου και απέκκριση καλίου που μπορεί να οδηγήσει σε υποκαλιαιμία. Ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός προκαλείται συνήθως από αδένωμα των επινεφριδίων, από μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη υπερπλασία των επινεφριδίων ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, από την κληρονομική κατάσταση του αλδοστερονισμού που αποκρίνεται στα γλυκοκορτικοστεροειδή (GRA).