Η αμυλίνη, είναι μια πεπτιδική ορμόνη που συνεκκρίνεται με την ινσουλίνη από τα παγκρεατικά β-κύτταρα, παίζει κρίσιμο ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης και στη ρύθμιση του ενεργειαγού μεταβολισμού. Συμμετέχει στην καταστολή της μεταγευματικής έκκρισης γλυκαγόνης, στη ρύθμιση της γαστρικής κένωσης και στη διαμόρφωση της όρεξης ενεργώντας στα κέντρα κορεσμού του εγκεφάλου. Η μέτρηση των επιπέδων αμυλίνης έχει κλινική σημασία στην κατανόηση των μεταβολικών διαταραχών, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία και άλλες καταστάσεις μεταβολής του ενεργειακού μεταβολισμού. Η εξέταση χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της λειτουργικής κατάστασης των β-κυττάρων του παγκρέατος και της συμβολής τους στη μεταβολική ρύθμιση, παρέχοντας πληροφορίες τόσο για τα πρώιμα όσο και για τα τελευταία στάδια της δυσλειτουργίας των β κυττάρων.
Η αμυλίνη δρα ως αναπόσπαστος συνεργάτης της ινσουλίνης στη διατήρηση της ισορροπίας της γλυκόζης. Ενώ η ινσουλίνη μειώνει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα προωθώντας την κυτταρική πρόσληψη, η αμυλίνη συμπληρώνει αυτή τη δράση αναστέλλοντας την απελευθέρωση γλυκαγόνης, η οποία διαφορετικά αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης. Επιπλέον, επιβραδύνοντας τη γαστρική κένωση, η αμυλίνη ρυθμίζει τον ρυθμό με τον οποίο τα θρεπτικά συστατικά εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, εξασφαλίζοντας μια πιο ελεγχόμενη αύξηση της μεταγευματικής γλυκόζης. Η δράση της στο κεντρικό νευρικό σύστημα για την προώθηση του κορεσμού υπογραμμίζει τον πολύπλευρο ρόλο της στην ενεργειακή ομοιόσταση. Δεδομένων αυτών των δράσεων, οι διαταραχές στην παραγωγή ή τη λειτουργία της αμυλίνης σχετίζονται με μεταβολική δυσλειτουργία, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου ελέγχου της γλυκόζης και των αλλαγών στο σωματικό βάρος.
Η κλινική χρησιμότητα της μέτρησης της αμυλίνης έγκειται στην ικανότητά της να προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση της λειτουργίας των β κυττάρων πέρα από αυτό που προφέρει η μέτρηση της ινσουλίνης μόνο. Χαμηλά επίπεδα αμυλίνης παρατηρούνται στον διαβήτη τύπου 1 και στα προχωρημένα στάδια του διαβήτη τύπου 2, όπου η μάζα και η λειτουργία των β κυττάρων παραβλάπτονται σημαντικά. Αντίθετα, τα αυξημένα επίπεδα μπορεί να σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη, πρώιμα στάδια διαβήτη τύπου 2 ή καταστάσεις όπως η παχυσαρκία, όπου η αμυλίνη συσσωρεύεται ως ινίδια αμυλοειδούς στο πάγκρεας, συμβάλλοντας ενδεχομένως στην ανεπάρκεια των β κυττάρων. Η μέτρηση της αμυλίνης, επομένως, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την αξιολόγηση της εξέλιξης του διαβήτη και την πρόβλεψη της μετάβασης από την αντίσταση στην ινσουλίνη στην ανεπάρκεια των β κυττάρων.
Σε ερευνητικά πλαίσια, η αμυλίνη έχει επίσης διερευνηθεί για τις θεραπευτικές της δυνατότητες. Ανάλογα της αμυλίνης, όπως η πραμλιντίδη, χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του διαβήτη για να αναπαράγουν τις φυσιολογικές επιδράσεις της, βελτιώνοντας τον γλυκαιμικό έλεγχο και βοηθώντας στη διαχείριση του βάρους.