Η αμυλάση παράγεται κυρίως από το πάγκρεας και τους σιελογόνους αδένες και παίζει κρίσιμο ρόλο στη διάσπαση των υδατανθράκων σε απλούστερα σάκχαρα, βοηθώντας στην πέψη. Ο έλεγχος των ισοενζύμων της αμυλάσης χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της δραστικότητας των δύο κύριων ισοενζύμων – της παγκρεατικής αμυλάσης (τύπου P) και της σιαλικής αμυλάσης (τύπου S). Αναλύοντας τα επίπεδα αυτών των ισοενζύμων στο αίμα, μπορεί να προσδιοριστεί η προέλευση των αυξημένων επιπέδων αμυλάσης, η οποία είναι κρίσιμης σημασίας για τη διάγνωση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν το πάγκρεας.
Η αμυλάση εκκρίνεται στην κυκλοφορία του αίματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πέψης, με τους παγκρεατικούς και σιελογόνους αδένες να συμβάλλουν στην απελευθέρωσή της. Η κύρια πηγή αμυλάσης στο αίμα είναι το πάγκρεας, όπου η παγκρεατική αμυλάση διασπά το άμυλο σε απλούστερα σάκχαρα. Η σιαλική αμυλάση, από την άλλη πλευρά, ξεκινά την πέψη των υδατανθράκων στο στόμα, αν και έχει μικρότερο ρόλο στην κυκλοφορία του αίματος σε σύγκριση με την παγκρεατική αμυλάση. Όταν αυτά τα ένζυμα απελευθερώνονται στο αίμα λόγω τραυματισμού ή φλεγμονής των αντίστοιχων αδένων, μπορούν να προκαλέσουν ανιχνεύσιμη αύξηση των επιπέδων αμυλάσης στον ορό. Με τη μέτρηση των σχετικών ποσοτήτων παγκρεατικών και σιαλικών ισοενζύμων, η εξέταση μπορεί να εντοπίσει εάν η κατάσταση ενός ασθενούς σχετίζεται με παγκρεατική νόσο ή άλλες αιτίες αύξησης της αμυλάσης.
Ο προσδιορισμός των ισοενζύμων της αμυλάσης στον ορό χρησιμοποιείται συνήθως για τη διάγνωση και την παρακολούθηση καταστάσεων που σχετίζονται με το πάγκρεας, όπως οξεία και χρόνια παγκρεατίτιδα, αποφράξεις παγκρεατικών πόρων και παγκρεατικούς όγκους. Σε περιπτώσεις οξείας παγκρεατίτιδας, τα επίπεδα αμυλάσης ορού μπορεί να αυξηθούν σημαντικά, αντανακλώντας τη φλεγμονή ή τον τραυματισμό του παγκρέατος. Τα αυξημένα επίπεδα αμυλάσης, ειδικά όταν συνοδεύονται από αυξημένα επίπεδα λιπάσης, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις παγκρεατικής δυσλειτουργίας. Αντίθετα, η αύξηση της σιαλικής αμυλάσης υποδεικνύει προβλήματα με τους σιελογόνους αδένες, όπως λοιμώξεις, απόφραξη των πόρων ή φλεγμονή.
Εκτός από τις διαταραχές του παγκρέατος και των σιελογόνων αδένων, ο έλεγχος των ισοενζύμων της αμυλάσης μπορεί επίσης να βοηθήσει στον εντοπισμό και άλλων καταστάσεων που μπορεί να επηρεάζουν τα επίπεδα των ενζύμων. Για παράδειγμα, κοιλιακές παθήσεις όπως πεπτικά έλκη, χολόλιθοι ή εντερικές διατρήσεις μπορεί μερικές φορές να προκαλέσουν αυξημένα επίπεδα αμυλάσης. Η νεφρική νόσος είναι μια άλλη πιθανή αιτία, καθώς η μειωμένη νεφρική λειτουργία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη κάθαρση της αμυλάσης από την κυκλοφορία του αίματος.