Η αλανίνη είναι ένα από τα απλούστερα αμινοξέα και συμμετέχει στον μεταβολισμό της γλυκόζης που παράγει ενέργεια. Η ίδια η αλανίνη είναι προϊόν της διάσπασης του DNA ή των διπεπτιδίων ανσερίνης και καρνοσίνης και της μετατροπής του πυροσταφυλικού οξέος, μιας βασικής ένωσης στο μεταβολισμό των υδατανθράκων. Η αλανίνη παίζει σημαντικό ρόλο στη μεταφορά του αζώτου από τους περιφερικούς ιστούς στο ήπαρ, βοηθάει στη μείωση της συσσώρευσης τοξικών ουσιών που απελευθερώνονται στα μυϊκά κύτταρα όταν οι μυϊκές πρωτεΐνες διασπώνται γρήγορα για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα μέσω της παραγωγής αντισωμάτων.
Η μέτρηση της αλανίνης περιλαμβάνεται στον έλεγχο των Αμινοξέων Πλάσματος και των Αμινοξέων Ούρων μαζί με άλλα 23 αμινοξέα.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η αλανίνη (Ala/A) είναι ένα μη-απαραίτητο αμινοξύ που παράγεται στον οργανισμό είτε από τη μετατροπή του πυροσταφυλικού οξέος που προέρχεται από τους υδατάνθρακες είτε από τη διάσπαση του DNA και των διπεπτιδίων καρνοσίνη και ανσερίνη. Έχει υψηλή συγκέντρωση στους μυς και είναι ένα από τα πιο σημαντικά αμινοξέα που απελευθερώνεται από τους μυς, λειτουργώντας ως κύρια πηγή ενέργειας. Η αλανίνη του πλάσματος συχνά μειώνεται όταν είναι μειωμένη η συγκέντρωση των αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας (BCAAs), ένα εύρημα που μπορεί να έχει σχέση με τον μεταβολισμό των μυών.
Η αλανίνη αποτελεί ένα σημαντικό αμινοξύ στη ρύθμιση του μεταβολισμού της γλυκόζης (κύκλος Αλανίνης-Γλυκόζης). Τα επίπεδα αλανίνης συμβαδίζουν με τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τόσο κατά τον διαβήτη όσο και στις υπογλυκαιμίες ενώ επιπλέον η αλανίνη μπορεί να μειώνει τόσο τη σοβαρή υπογλυκαιμία όσο και την διαβητική κέτωση. Είναι ένα σημαντικό αμινοξύ για την αναπαραγωγή των λεμφοκυττάρων και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ο φυσιολογικός μεταβολισμός της αλανίνης, όπως και άλλων αμινοξέων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ένζυμα που περιέχουν βιταμίνη Β6. Η αλανίνη, όπως και το GABA, η ταυρίνη και η γλυκίνη, είναι ένας ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο. Η L-αλανίνη έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με την ανεπάρκεια του γλυκογόνου, η οποία είναι μια συγγενής βλάβη του μεταβολισμού.
Η αλανίνη βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλές ποσότητες σε προϊόντα κρέατος και σε άλλες τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες όπως η βύνη σιταριού και το τυρί cottage.
Τα χαμηλά επίπεδα αλανίνης μπορεί να υποδηλώνουν υπογλυκαιμικές καταστάσεις εξαιτίας του ρόλου της στη γλυκονεογένεση. Είναι δυνατό να χρειάζεται λήψη συμπληρωμάτων αλανίνης και αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας (λευκίνη, ισολευκίνη και βαλίνη).