Ο αιμόφιλος της γρίπης (Haemophilus influenzae) μπορεί να ταξινομηθεί σε 2 τύπους ανάλογα την παρουσία ελύτρου στην εξωτερική του επιφάνεια: στελέχη με έλυτρο και στελέχη χωρίς έλυτρο. Από τα στελέχη με έλυτρο, τα στελέχη τύπου β (Hib) είναι τα πλέον παθογόνα. Η μόλυνση με στελέχη Hib παρατηρείται πιο συχνά σε παιδιά και μπορεί να προκαλέσουν βακτηριαιμία και οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα, επιγλωτίτιδα, κυτταρίτιδα, ωτίτιδες, σηπτική αρθρίτιδα και λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Τα στελέχη χωρίς έλυτρο είναι πιο συχνά σε ενήλικες και μπορεί να προκαλέσουν πνευμονία.
Υπάρχει πλέον διαθέσιμο εμβόλιο για το στέλεχος Haemophilus influenzae τύπου β (Hib).
Περισσότερες πληροφορίες
Ο αιμόφιλος της γρίπης (Haemophilus influenzae) είναι ένα Gram αρνητικό βακτήριο που ανήκει στην οικογένεια Pasteurellaceae. Είναι ένας μη κινητός κοκκοβάκιλλος και έχει γονιδίωμα μήκους περίπου 1.8 Mbp (εκατομμυρίων ζευγών βάσεων) τοποθετημένων σε μια ενιαία κυκλική διαμόρφωση που κωδικοποιούν για 1740 γονίδια και είναι περίπου 1 μm σε μήκος.
Ο Haemophilus influenzae μπορεί να μεταδίδεται με τα σταγονίδια της αναπνοής. Τα βακτήρια αποικίζουν τον ρινοφάρυγγα μέσω αλληλεπιδράσεων μεταξύ πρωτεϊνών της εξωτερικής τους μεμβράνης και της βλέννης του ξενιστή. Στη συνέχεια εκφράζονται άλλες βακτηριακές πρωτεΐνες που βλάπτουν τη δραστηριότητα των κροσσών του αναπνευστικού επιθηλίου. Με τα βακτήρια εντός των βλέννας, ένας συνδυασμός τριχιδίων και πρωτεϊνών της εξωτερικής τους μεμβράνης τα βοηθούν να προσκολληθούν στα επιθηλιακά κύτταρα των ξενιστών, επιτρέποντας έτσι τον αποικισμό. Μόλις τα βακτήρια αποικίσουν το ρινοφάρυγγα, εισβάλλουν στα κύτταρα και μετακινούνται μεταξύ των επιθηλιακών κυττάρων διαταράσσοντας τους στενούς συνδέσμους μεταξύ των επιθηλιακών κυττάρων. Τα βακτήρια αποφύγουν το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή, εκφράζοντας πρωτεάσες που καταστρέφουν τα IgA αντισώματα που βρίσκονται στο αναπνευστικό σύστημα.
Σημαντική Σημείωση
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων αποτελούν την σημαντικότερη παράμετρο για τη διάγνωση και την παρακολούθηση όλων των παθολογικών καταστάσεων. Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις. Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την "υγεία" από τη "νόσο".
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως το αριθμητικό αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ανάλυσης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, τα κλινικά ευρήματα και τα αποτελέσματα άλλων εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών. Ο προσωπικός σας γιατρός μπορεί να εξηγήσει τη σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων σας.
Στη Διαγνωστική Αθηνών απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τις εξετάσεις που κάνετε στο εργαστήριο μας και επικοινωνούμε με τον γιατρό σας προκειμένου να έχετε την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα.